Skip to content
physician-770-1

Άναρχη συλλογή δεδομένων, ακατάλληλος ο προσωπικός γιατρός, πληθώρα και μαζί έλλειψη ειδικοτήτων: Μερικά μόνο από τα προβλήματα στην Υγεία

«Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της υγείας δεν είναι ένα project πληροφορικής, αλλά μία εθνικής σημασίας στρατηγική για την καταπολέμηση των ανισοτήτων και καλύτερη υγεία για όλους» τόνισε η κα Άννα Διαμαντοπούλου, Πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης με θέμα «Η υγεία στην ψηφιακή εποχή: άλμα στο μέλλον για καλύτερη υγεία στο παρόν», που διοργάνωσε το Δίκτυο στις 29 Απριλίου.

Κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης ήταν ο καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics, κ. Ηλίας Μόσιαλος, ο οποίος τόνισε πως αναμφισβήτητα ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορεί να δώσει λύσεις σε χρόνιες παθογένειες του εθνικού συστήματος υγείας, να βελτιώσει την αλληλεπίδραση των πολιτών με το σύστημα, να συμβάλει σε πιο εξατομικευμένες υπηρεσίες υγείας, να απαλείψει τις ανισότητες πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Όμως για να γίνει αυτό εφικτό χρειάζεται αφ’ ενός η δημιουργία των κατάλληλων ψηφιακών υποδομών και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και αφ’ ετέρου η ριζική αναδιάρθρωση των βάσεων δεδομένων, οι οποίες είναι εξαιρετικά ελλιπείς.

Στον τομέα των ψηφιακών υποδομών, δυστυχώς διατηρούμε μία από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έγιναν σημαντικά βήματα την περίοδο της πανδημίας στην ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, αλλά μένουν ακόμη πολλά να γίνουν. Όσον αφορά τα δεδομένα η καταγραφή τους τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα είναι εξαιρετικά ελλιπής, ενώ παράλληλα δεν υφίσταται ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο, που να ορίζει τι και πώς πρέπει να καταγράφεται. Άλλα δεδομένα συλλέγουν οι μεν και άλλα οι δε. Για παράδειγμα τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια δίνουν στην ΗΔΙΚΑ (Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης) τα στοιχεία των νοσηλευόμενων που καλύπτονται οικονομικά από ένα ταμείο κοινωνικής ασφάλισης, αλλά όταν ένας νοσηλευόμενος καλύπτεται από την ιδιωτική του ασφάλιση ή πληρώνει εξ ολοκλήρου από την τσέπη του τα έξοδα της νοσηλείας του -και το ποσοστό αυτών των περιπτώσεων είναι μεγάλο- τότε τα στοιχεία του δεν καταγράφονται στην ΗΔΙΚΑ, οπότε ουσιαστικά είναι «αόρατα» και δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο σύστημα.

Εφόσον γίνει εφικτή η δημιουργία μίας ενιαίας βάσης δεδομένων υγείας και κατ’ επέκταση η δημιουργία των ηλεκτρονικών φακέλων των ασθενών, θα πρέπει να γίνεται αναλυτική επεξεργασία τους, με τη βοήθεια και της τεχνητής νοημοσύνης, ώστε να εξάγονται χρήσιμες πληροφορίες και στατιστικά, σχετικά με το ποιοι ασθενείς νοσηλεύονται στα δημόσια και τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια και γιατί, για ποιο λόγο ασθενείς από την περιφέρεια έρχονται στα μεγάλα θεραπευτήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ή στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία των μεγάλων πόλεων, ώστε να διαπιστωθούν οι τυχόν ελλείψεις. Επίσης η πλήρης συλλογή και επεξεργασία δεδομένων θα δώσει τη δυνατότητα διαστρωμάτωσης των ασθενών, δηλαδή ποιοι είναι οι ασθενείς υψηλού, μεσαίου ή χαμηλού ρίσκου, ώστε ο γιατροί να είναι σε θέση να γνωρίζουν ποιοι ασθενείς είναι πιθανότερο να νοσήσουν μέσα στους επόμενους μήνες. Παράλληλα στην ενιαία αυτή βάση δεδομένων θα μπορούσαν να συνδεθούν και οι φαρμακοποιοί, ώστε να αποκτήσουν έναν σημαντικότερο ρόλο στο σύστημα υγείας. Στον τομέα των φαρμάκων είναι ενδεικτικό πως παρά το ότι από το 2011 έχει θεσπιστεί η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, τα δεδομένα της παραμένουν αναξιοποίητα.

Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο κ. Μόσιαλος στο κρίσιμο ζήτημα της πρόληψης και τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπου στην Ελλάδα επικρατεί η λογική της δεκαετίας του ’60. Ο θεσμός του προσωπικού γιατρού, που πρόσφατα θεσπίστηκε στη χώρα μας, ουσιαστικά ο οικογενειακός γιατρός που είχαμε κάποτε, είναι ένας θεσμός που είχε καθιερωθεί τη δεκαετία του ’60 στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλες δυτικές χώρες, όταν το ποσοστό των πολιτών ηλικίας άνω των 65 ετών ήταν μόλις 5-7%. Σήμερα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές. Αφ’ ενός το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού και αφ’ ετέρου κυριαρχεί το φαινόμενο της πολυνοσηρότητας -της ταυτόχρονης ύπαρξης δηλαδή περισσότερων νοσημάτων σε έναν άνθρωπο- ακόμη και σε άτομα μικρότερης ηλικίας, λόγω του καπνίσματος, της παχυσαρκίας και γενικότερα του διαφορετικού τρόπου ζωής. Άρα οι υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένας γενικός γιατρός στο ιατρείο του περιορίζονται σε μία αρχική εκτίμηση και σε επαναλαμβανόμενη συνταγογράφηση. Γι’ αυτό άλλωστε και πλέον ο θεσμός του γενικού γιατρού έχει καταργηθεί παντού και ισχύει μόνο σε δύο ακόμη χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λύση θα ήταν η δημιουργία πολυϊατρείων με γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ολιστικής φροντίδας και να μην αναγκάζεται ένας ασθενής να περιφέρεται από τον έναν γιατρό στον άλλον, καθένας από τους οποίους θα ζητά διαφορετικές διαγνωστικές εξετάσεις και θα συνταγογραφεί φάρμακα, τα οποία ενδέχεται να μην είναι συμβατά μεταξύ τους. Τα πολυϊατρεία αυτά θα είναι μεν ιδιωτικά, αλλά οι υπηρεσίες που παρέχουν θα καλύπτονται από το δημόσιο, οπότε ουσιαστικά μιλάμε για ένα μεικτό σύστημα υγείας στην πρωτοβάθμια φροντίδα.

Ο γερασμένος πληθυσμός και η αύξηση των προβλημάτων υγείας σε άτομα νεότερης ηλικίας λόγω του τρόπου ζωής δημιουργεί αναπόφευκτα αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας και φέρνει στο προσκήνιο το φλέγον θέμα των ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού στο εθνικό σύστημα υγείας. Εδώ υπάρχει το εξής παράδοξο: από τη μία πλευρά εμφανιζόμαστε ως μία από τις χώρες με τους περισσότερους γιατρούς ανά χίλιους κατοίκους στον κόσμο και από την άλλη καταγράφονται σοβαρές ελλείψεις σε γιατρούς. Η αλήθεια είναι πως ο αριθμός των γιατρών που είναι εγγεγραμμένοι στους ιατρικούς συλλόγους (από όπου και εξάγονται τα στοιχεία) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς περιλαμβάνει και τις χιλιάδες των γιατρών που έχουν φύγει και ασκούν το επάγγελμα σε χώρες του εξωτερικού. Υπάρχει κι εδώ κενό δεδομένων. Μία άλλη σημαντική παράμετρος είναι ότι σε κάποιες ειδικότητες, όπως στους καρδιολόγους για παράδειγμα ή τους ουρολόγους, υπάρχει υπερπληθώρα γιατρών, ενώ κάποιες άλλες δεν είναι το ίδιο δημοφιλείς και εμφανίζονται ελλείψεις. Είναι απαραίτητος ο συστηματικός προγραμματισμός ειδικοτήτων από πλευράς Υπουργείου Υγείας, ώστε να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες της χώρας σε βάθος χρόνου, προγραμματισμός που σήμερα είναι ανύπαρκτος.

Τέλος ο κ. Μόσιαλος αναφέρθηκε στο θέμα της εκπαίδευσης των γιατρών. Η ιατρική εξελίσσεται ραγδαία. Έρχονται συνεχώς νέες ανακαλύψεις, νέα μηχανήματα, νέες τεχνικές, νέες θεραπείες. Είναι πολλοί οι γιατροί που μπήκαν στο επάγγελμα πριν από 30, πριν από 20, ακόμη και πριν από 10 χρόνια και σήμερα δεν είναι σε θέση να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις και αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός επανεκπαίδευσής τους, αναβάθμισης και επικαιροποίησης των δεξιοτήτων και των γνώσεών τους, ώστε να είναι σε θέση να ενσωματώνουν τις καινοτομίες στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Και σκέφτομαι ότι η Πολιτεία έχει θεσπίσει νόμο για την επανεκπαίδευση και την επαναπιστοποίηση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών -και πολύ καλά έκανε- αλλά δεν έχει μεριμνήσει για την επανεκπαίδευση των γιατρών, που εξασκούν μία επιστήμη στην οποία, με τους ρυθμούς που εξελίσσεται η τεχνολογία, οι γνώσεις γίνονται παρωχημένες πάρα πολύ γρήγορα… κι εμείς εμπιστευόμαστε στα χέρια τους τις ζωές μας!

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *