Γράφει: Κατερίνα Πετρίδη
Είναι γνωστό πως η πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι ανασφάλιστες ή υπασφαλισμένες, παρά το ότι στην πραγματικότητα είναι ζωτικής σημασίας γι’ αυτές η ύπαρξη επαρκούς ασφαλιστικής κάλυψης, καθώς συνήθως δεν διαθέτουν τους πόρους ή και την τεχνογνωσία για να ανταπεξέλθουν σε έναν πιθανό κίνδυνο, με αποτέλεσμα πολλές φορές να απειλείται η ίδια η επιβίωσή τους. Μία ανασφάλιστη επιχείρηση μοιάζει με ακροβάτη που περπατά σε τεντωμένο σχοινί χωρίς να υπάρχει από κάτω προστατευτικό δίχτυ.
Το εύρος των κινδύνων που καλούνται να διαχειριστούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκειμένου να επιβιώσουν είναι μεγάλο: φυσικές καταστροφές, διακοπή εργασιών, ζημιές στα προϊόντα ή τον εξοπλισμό τους, αστική ευθύνη έναντι τρίτων, κυβερνοκίνδυνοι, χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι κ.ά. Ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της ζημιάς οι επιπτώσεις κυμαίνονται από προσωρινή διατάραξη της λειτουργίας της επιχείρησης για κάποιες ώρες ή μέρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα και την αξιοπιστία της, έως και… λουκέτο! Αναλογιστείτε τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από τον Daniel τον Σεπτέμβριο του 2023 στη Θεσσαλία: καταστήματα, βιοτεχνίες, γεωργικές και κτηνοτροφικές μονάδες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανασφάλιστες. Κανένα κρατικό επίδομα δεν θα τους δώσει τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ξανά.
Οι λόγοι για τους οποίους οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων δεν αποφασίζουν να τις προστατέψουν ή δεν τις προστατεύουν επαρκώς ποικίλλουν:
– θεωρούν ότι δεν μπορούν να σηκώσουν το κόστος των ασφαλίστρων
– δεν έχουν επίγνωση των κινδύνων που τις απειλούν
– υποτιμούν την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων
– υπερεκτιμούν την ικανότητά τους να διαχειριστούν τους κινδύνους
– πάσχουν από τη γνωστή νόσο της υπεραισιοδοξίας «δεν θα συμβεί σε εμένα»
Το παράδοξο είναι ότι την πληρέστερη ασφαλιστική κάλυψη την έχουν συνήθως οι μεγάλες και οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες ως επί το πλείστον διαθέτουν τόσο τα κεφάλαια όσο και τους μηχανισμούς για να αντιμετωπίσουν μία ζημιά ή ακόμη και για να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να οχυρωθούν απέναντι στους κινδύνους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τους κυβερνοκινδύνους. Οι μεγάλες επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικά τμήματα, που φροντίζουν για την κυβερνοασφάλειά τους, εγκαθιστούν ειδικά προγράμματα προστασίας, πραγματοποιούν ελέγχους, γενικά παίρνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα απέναντι σε αυτή την ανερχόμενη απειλή. Αντίθετα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι στην πλειοψηφία τους απολύτως εκτεθειμένες στους κυβερνοκινδύνους, για τους οποίους μάλιστα οι ιδιοκτήτες τους έχουν συνήθως πλήρη άγνοια, με αποτέλεσμα μία οποιαδήποτε κακόβουλη ενέργεια να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία τους. Άρα πολύ περισσότερο από τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι αυτές που έχουν την ανάγκη για την υιοθέτηση μιας στρατηγικής για τη διαχείριση των κινδύνων που διατρέχουν και για την ομπρέλα της ιδιωτικής ασφάλισης, που θα τις βοηθήσει να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν σε μία εποχή που οι κίνδυνοι πληθαίνουν, τόσο λόγω της κλιματικής αλλαγής όσο και λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε και στην υπασφάλιση. Κάποιοι επιχειρηματίες θεωρούν ότι εξοικονομούν χρήματα, εάν ασφαλίσουν το ακίνητο, τον εξοπλισμό, τα εμπορεύματα ή ό,τι άλλο για μικρότερη αξία από την πραγματική. Ή πάλι και αν ακόμη ασφαλιστούν σωστά, αμελούν να ενημερώσουν τον ασφαλιστή τους για τυχόν επεκτάσεις, νέα μηχανήματα κ.λπ., ώστε να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές στο ασφαλιστήριό τους. Έτσι, όταν επέλθει ο κίνδυνος, ειδικά εάν πρόκειται για ολική καταστροφή, συνειδητοποιούν -δυστυχώς πολύ αργά- ότι τα χρήματα που θα εισπράξουν από την ασφαλιστική εταιρεία δεν φτάνουν για να ξαναστήσουν την επιχείρησή τους.
Άρα δεν φτάνει μόνο να ασφαλιστούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά πρέπει και να ασφαλιστούν σωστά! Κρίσιμος εδώ είναι ο ρόλος του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, που καλείται αρχικά να βοηθήσει τον επιχειρηματία να συνειδητοποιήσει και να ιεραρχήσει τους κινδύνους που απειλούν την ομαλή λειτουργία της επιχείρησής του. Στη συνέχεια θα πρέπει να γίνει μία σωστή εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, καθώς και μία αξιολόγηση των αναπτυξιακών της προοπτικών, αλλά και της δυναμικής της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση, ώστε να προγραμματιστεί η συχνότητα της επανεκτίμησης και της αντίστοιχης αναπροσαρμογής του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Τέλος θα πρέπει να βοηθήσει τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης να επιλέξει τις σωστές καλύψεις, ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας, την τοποθεσία κ.λπ. Φυσικά κάποιες καλύψεις είναι αναγκαίες σε κάθε περίπτωση, όπως π.χ. η αστική ευθύνη έναντι τρίτων, η διακοπή εργασιών, ακόμη και η κυβερνοασφάλιση, δεδομένου ότι πλέον δεν υπάρχει επιχείρηση που να μην είναι εκτεθειμένη στους κινδύνους του διαδικτύου.
Με άλλα λόγια ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να μεταμορφωθεί σε στρατηγικό σύμμαχο του πελάτη του στην προσπάθεια διαχείρισης των κινδύνων, να είναι πάντα διαθέσιμος και έτοιμος να καθοδηγήσει, να προτείνει, να συμβουλεύσει, να δώσει εξατομικευμένες λύσεις, να προστατέψει.
Εάν λοιπόν θέλουν να έχουν ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πρέπει να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν τους κινδύνους, έχοντας στο πλευρό τους έναν επαγγελματία ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, που θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν επαρκή ασφαλιστική κάλυψη, η οποία θα τις θωρακίσει απέναντι στα απρόοπτα και θα τους δώσει τη δυνατότητα να συνεχίσουν απρόσκοπτα το ταξίδι τους προς την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα, όσες φουρτούνες κι αν συναντήσουν.
No comment yet, add your voice below!