Skip to content

Διαχείριση αποθεματικών ΤΕΑ: Βέλτιστες Πρακτικές και Προκλήσεις

Ο σκοπός ύπαρξης των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) είναι η παροχή επικουρικής σύνταξης στα μέλη τους. Συνεπώς, εξ’ ορισμού, ο σχεδιασμός και η λειτουργία τους πρέπει να γίνεται με γνώμονα το συμφέρον των μελών τους.

Του Γιώργου Σκιαδόπουλου*

Αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση των αποθεματικών των ΤΕΑ, από την οποία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική σύνταξη, θα πρέπει να γίνεται ακολουθώντας τις βέλτιστες πρακτικές (best practices), όπως αυτές προκύπτουν από την διεθνή εμπειρία και τα διδάγματα της επιστημονικής έρευνας. Και αυτό γιατί τα αποθεματικά επενδύονται σε μεγάλο βαθμό σε περιουσιακά στοιχεία των οποίων η αξία μεταβάλλεται διαρκώς προκειμένου να επιτευχθούν αποδόσεις (returns) υψηλότερες από τις αποδόσεις που θα λάμβανε το μέλος εάν τοποθετούσε τα χρήματα του σε ένα τραπεζικό λογαριασμό. Αυτό σημαίνει ότι δυνητικά, μπορεί να προκύψουν και απώλειες στο αποθεματικό κεφάλαιο που επενδύεται. Η υιοθέτηση των βέλτιστων πρακτικών, δεν εγγυάται τις αποδόσεις, αλλά εξασφαλίζει ότι χρησιμοποιείται η γνώση αιχμής στην προσπάθεια για επίτευξη καλύτερων αποδόσεων και ότι υπάρχει διαφάνεια και ένα πλέγμα από ασφαλιστικές δικλείδες για την έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση των κινδύνων.

Το θέμα των βέλτιστων πρακτικών συζητήθηκε εκτενώς στο πρόσφατο διεθνές συνέδριο για την διαχείριση των αποθεματικών των ΤΕΑ που διοργανώθηκε από το Institute of Finance and Financial Regulation (www.iffr.gr/amopf, υπό την αιγίδα του Τμήματος Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς). Αυτές συνίστανται στην

(1) Ετήσια αξιολόγηση της επίδοσης των διαχειριστών με υποδείγματα που ενσωματώνουν τόσο την απόδοση όσο και τον κίνδυνο (risk-adjusted measures of performance, π.χ. Sharpe ratio, Alpha, Market timing skills, κλπ.). Η μέτρηση της απόδοσης και του κινδύνου ξεχωριστά, δεν δίνει την απαιτούμενη πληροφόρηση και δεν ενδείκνυται.

(2) Καθημερινή μέτρηση των κινδύνων που ενέχει η ακολουθούμενη επενδυτική στρατηγική με μια σειρά από μεθοδολογίες, συμπεριλαμβανόμενης και της δεσμευμένης αξίας σε κίνδυνο (expected shortfall), όπως επιτάσσουν και οι αναθεωρήσεις της Επιτροπής της Βασιλείας (Basel Accord).

(3) Περιοδική αξιολόγηση της αξιοπιστίας των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων μέτρησης του κινδύνου με χρήση ιστορικών στοιχείων (backtesting και stress testing).

(4) Διαμόρφωση στρατηγικών αντιστάθμισης κινδύνων (hedging) για την προστασία της αξίας των αποθεματικών σε περιόδους έντονης πτώσης της αξίας των επενδύσεων (tail risk management).

(5) Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης του διαχειριστή και των κινδύνων με αναλυτικά ποσοτικά στοιχεία στην ετήσια έκθεση του ΤΕΑ. Η έκθεση αυτή θα πρέπει να αναρτάται στον ιστότοπο του ΤΕΑ, όπως και στις συναφείς Ενώσεις των Θεσμικών Επενδυτών και των ΤΕΑ και να αποστέλλεται και στον επόπτη.

(6) Ύπαρξη τμήματος εσωτερικού ελέγχου του κάθε ΤΕΑ το οποίο θα συνεργάζεται στενά με τον επόπτη αυτού (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς). Από την πλευρά του, ο επόπτης θα πρέπει να διαθέτει εξειδικευμένο προσωπικό προς αυτό τον σκοπό.

(7) Διεύρυνση των κατηγοριών των περιουσιακών στοιχείων στα οποία θα μπορεί δυνητικά να επενδύσει το ΤΕΑ (π.χ. ενσωμάτωση επενδύσεων σε εμπορεύματα, private equity, παράγωγα), όπως και στη χρήση νέων προϊόντων και στρατηγικών (π.χ. factor investing). Αυτό θα είναι ένα ακόμα όπλο στην φαρέτρα των ΤΕΑ προς την επίτευξη θετικών αποδόσεων σε μια περίοδο αρνητικών επιτοκίων, υπό την αυστηρή προϋπόθεση όμως ότι θα εφαρμοστούν οι παραπάνω πρακτικές.

(8) Τα μέλη της επενδυτικής επιτροπής του ΤΕΑ θα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις, όπως αυτές θα πιστοποιούνται από τους τίτλους σπουδών τους και την επαγγελματική και επιστημονική προϋπηρεσία τους. Αντίστοιχες προβλέψεις θα πρέπει να υπάρχουν και για κάποια τουλάχιστον από τα μέλη του διοικητικού τους συμβουλίων.

Για την εφαρμογή των παραπάνω βέλτιστων πρακτικών, είναι απαραίτητη η αντίστοιχη αναμόρφωση του Ελληνικού θεσμικού πλαισίου το οποίο θα πρέπει να προβλέπει και τις συνέπειες για τα εμπλεκόμενα μέρη στην περίπτωση μη τήρησης των κανόνων. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η υιοθέτηση των παραπάνω βέλτιστων πρακτικών είναι αναγκαίες, αλλά συνεπάγονται και κόστος για το ΤΕΑ (π.χ. αμοιβή διαχειριστή, αμοιβή επενδυτικής επιτροπής και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αγορά λογισμικού). Αυτό καταδεικνύει την ανάγκη για τον συνεταιρισμό εταιριών για τη δημιουργία ΤΕΑ με υψηλό αριθμό μελών, ώστε να προκύπτουν οφέλη για αυτά από την ύπαρξη οικονομιών κλίμακας. Παράλληλα, η ύπαρξη ΤΕΑ με πολυπληθή μέλη, θα ενθαρρύνει και τους εργοδότες να συνεισφέρουν σε αυτά, κάτι που θα ωφελήσει περαιτέρω τα μέλη του ΤΕΑ, καθώς θα αυξήσει την σύνταξη τους. Προς την αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας ήταν και το εγχείρημα για τη δημιουργία του υπερταμείου της ΓΣΕΕ και του ΣΕΒ και αυτές ακριβώς τις οικονομίες κλίμακας είναι που θέλει να αξιοποιήσει και ο κυοφορούμενος δημόσιος φορέας επικουρικής ασφάλισης.

Επί τη ευκαιρία, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα διαμορφωθεί η σχέση των ΤΕΑ με τον νέο δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Η σχέση αυτή δεν είναι προφανής εξαρχής, αλλά θα εξαρτηθεί από μια σειρά από παράγοντες οι οποίοι έχουν να κάνουν τόσο με το νομικό πλαίσιο, όσο και με τις προτιμήσεις των ασφαλισμένων, τις ενέργειες των εργοδοτών, το μέγεθος των ΤΕΑ και την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των αποθεματικών αυτών. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η λειτουργία του δημόσιου φορέα θα μπορούσε να συρρικνώσει τα ΤΕΑ. Με δεδομένο ότι ο εργαζόμενος θα ασφαλίζεται στον νέο φορέα υποχρεωτικά, μπορεί κάποιος να πει ότι δεν θα επιλέξει να ασφαλιστεί και στο ΤΕΑ γιατί δεν θα έχει ούτε το κίνητρο ή ακόμα και την οικονομική δυνατότητα. Από την άλλη πλευρά όμως, μπορούμε να έχουμε και μια σχέση συνύπαρξης του νέου φορέα και των ΤΕΑ εάν ο εργαζόμενος έχει τα κατάλληλα κίνητρα για να ασφαλιστεί και στο ΤΕΑ. Αυτά θα προκύψουν από το φορολογικό καθεστώς, το ύψος των εισφορών του εργοδότη (με την παροχή κινήτρων και σε εκείνον) και την επίτευξη υψηλών αποδόσεων από τον διαχειριστή των αποθεματικών, όπως θα αποδεικνύεται από την αξιολόγηση του. Είναι προφανές ότι η υιοθέτηση των προαναφερθέντων βέλτιστων πρακτικών και η ύπαρξη μεγάλων ΤΕΑ θα βοηθήσουν και στη σχέση συνύπαρξης.

Εν κατακλείδι, η υιοθέτηση των βέλτιστων πρακτικών στη διαχείριση των αποθεματικών των ΤΕΑ, η εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου με αυτές και η αυστηρή εποπτεία, η ύπαρξη μεγάλων σχημάτων ΤΕΑ, η συνεισφορά των εργοδοτών, η κατάλληλη φορολογική πολιτική, η χρήση των τελευταίων εξελίξεων στο χώρο της χρηματοοικονομικής επιστήμης, η ύπαρξη άρτια εκπαιδευμένων στελεχών και η διαρκής επιμόρφωση τους, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την πρόοδο του θεσμού των ΤΕΑ και την ευημερία των ασφαλισμένων. Με τη σειρά του, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη πλην αυτού αποκομίζουν άμεσα τα όποια οφέλη τους, ενώ εκείνος θα πρέπει να περιμένει σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και 45 χρόνια για να δει το ύψος της σύνταξης. Αυτό σημαίνει ότι είναι προς το συμφέρον του η άμεση υιοθέτηση των παραπάνω προϋποθέσεων και θα πρέπει και ο ίδιος να τις επιζητήσει. Από την άλλη πλευρά, η επικουρική σύνταξη που θα λάβει εξαρτάται και από το ύψος των εισφορών του. Η παρεχόμενη σύνταξη δεν θα μπορεί να είναι υψηλή στην περίπτωση που οι εισφορές αυτές είναι χαμηλές.

*Ο κ. Γιώργος Σκιαδόπουλος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και στο Queen Mary University of London, Διευθυντής του Institute of Finance and Financial Regulation και Ερευνητικός Εταίρος στο Cass Business School, City University of London.

Πηγή: ΑΠΕ

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *