editorial
Γράφει: Χριστίνα Μωράκη
Η κίνηση της Πειραιώς μπορεί να ενταχθεί στην γενικότερη στρατηγική των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών να διευρύνουν τις πηγές εσόδων τους σε μια περίοδο ισχυρής κεφαλαιακής θέσης.
Μια μεγάλη και φαινομενικά παράταιρη συμφωνία είναι σε εξέλιξη και δεν αποκλείεται να ολοκληρωθεί και εντός του μηνός. Λέμε παράταιρη όχι γιατί δεν περιμέναμε να αποχωρήσει από την Εθνική Ασφαλιστική το CVC – δουλειά του είναι οι κερδοφόρες αγοραπωλησίες – αλλά γιατί παραδοσιακά η Εθνική Ασφαλιστική είναι στενά συνδεδεμένη όχι με την Τράπεζα Πειραιώς, αλλά με την Εθνική Τράπεζα.
Φυσικά, αυτό δεν εμποδίζει την πώλησή της σε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. To ενδιαφέρον της Πειραιώς εξηγείται μια χαρά αν κοιτάξει κανείς τι συμβαίνει αυτό το διάστημα με τα τραπεζικά ιδρύματα ευρύτερα στην Ευρώπη:
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την συνακόλουθη περίοδο εξυγίανσης ήρθε ο καιρός που η ΕΚΤ αρχίζει και χαλαρώνει κανόνες συμμόρφωσης – για παράδειγμα κεφαλαιακές απαιτήσεις ιδιαίτερα αυστηρές στις περιπτώσεις απόκτησης ή διατήρησης ασφαλιστικών εταιρειών από τράπεζες. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που η μία πίσω από την άλλη οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν αποεπενδύσει από τις ασφαλιστικές την περίοδο της έξαρσης του ελληνικού δημοσίου χρέους – θυμίζουμε ότι είχαν κεφαλαιοποιηθεί και κατόπιν πέρασαν σε αυστηρό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης κατά τη διάρκεια του οποίου πούλησαν τις ασφαλιστικές θυγατρικές τους.
Εφόσον έγινε ευκολότερο, όλο και περισσότερες τράπεζες στοχεύουν τώρα να ενισχύσουν τις πηγές εσόδων τους αποκτώντας συμμετοχή σε δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίου ή πρακτόρευσης. Αυτός ο στόχος είναι πιο ελκυστικός απο ποτέ μετά την πλήρη (από τις αρχές του χρόνου) ισχύ του περίφημου “Δανέζικου Συμβιβασμού” (Danish Compromise), μίας επαναστικής κανονιστικής μεταρρύθμισης στα πλαίσια της Βασιλείας ΙV, που επιτρέπει στις τράπεζες να αποκτούν ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων με την ελάχιστη δυνατή επίδραση στην κεφαλαιακή τους διάρθρωση. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση αποτελεί κομμάτι του Κανονισμού Kεφαλαιακών Απαιτήσεων (ΚΚΑ) της ΕΕ και η ονομασία της συνδέεται με την πρώτη απόπειρα εφαρμογής της κατά τη Δανέζικη προεδρία της ΕΕ το 2012.
Για να το πούμε αλλιώς, τα κεφαλαιακά βάρη (υποχρεωτικά ποσοστά αποθεματικών) σε περίπτωση συμμετοχής σε ασφαλιστική έχουν πλέον διαφοροποιηθεί, γεγονός που ανοίγει το δρόμο για εξαγορές και συγχωνεύσεις με ελάχιστες συνέπειες στην βασική κεφαλαιακή επάρκεια (Τier 1) των τραπεζών. Έτσι, ιδρύματα χωρίς ιδιαίτερη ασφαλιστική δραστηριότητα τώρα αναθεωρούν τις στρατηγικές τους και επιθεωρούν πιθανές εξαγορές ασφαλιστικών εταιρειών και εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο που ο γαλλικός χρηματοπιστωτικός όμιλος BNP Paribas SA απέκτησε την εταιρεία διαχείρισης χαρτοφυλακίου AXA Investment Managers SA για €5.4 δις τον περασμένο Αύγουστο ενώ τρεις μήνες μετά, το Νοέμβριο, η ιταλική Banco BPM SpA προσέφερε €1.5 δις για τον πλήρη έλεγχο της asset manager Anima Holding SpA.
Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη έκθεση της Ernst & Young, ο περίφημος Δανέζικος Συμβιβασμός, αναμένεται να πυροδοτήσει “αναβίωση του bancassurance” στην Ευρώπη.
Πίσω στα της Ελλάδας, την περίοδο της μεγάλης ύφεσης τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών είχαν φυσικά υποχωρήσει ενώ το παρατεταμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων αναμένεται να πιέσει περαιτέρω τα έσοδά τους στο μέλλον. Σε σχέση με την υπόλοιπη ευρώπη, στην Ελλάδα οι τράπεζες στηρίζονται πολύ περισσότερο στα έσοδα από τόκους, άρα εξαρτώνται και περισσότερο από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων. Τον κίνδυνο αυτό έχουν επισημάνει και διεθνείς οίκοι αξιολόγησης εκτιμώντας ότι αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες. Προκειμένου λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον να μπορέσουν να θωρακίσουν τα κέρδη τους, αρμόζει τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να στραφούν και σε άλλες συναφείς πηγές εσόδων που παραδοσιακά, περιλαμβάνουν τη διάθεση επενδυτικών και τραπεζοασφαλιστικών προγραμμάτων. Αν αυτό ήταν δύσκολο λόγω των κανονιστικών απαιτήσεων, τώρα που αυτές χαλαρώνουν είναι η ιδανική στιγμή για να κάνουν τις κινήσεις τους και να φτάσουν έτσι να συγκλίνει η δομή τους με τη δομή του υπόλοιπου ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Άλλωστε διαθέτουν πλέον ικανά αποθέματα ρευστότητας ενώ και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αναμένονται μεγαλύτερες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σε αυτό το περιβάλλον το ενδιαφέρον της Πειραιώς φαντάζει, αν και τολμηρό, δεδομένου όγκου και ζητημάτων (βλ. παλαιά υγείας) της Εθνικής, κατανοητό. Αλλωστε, επεκτατικές κινήσεις με στόχο την διαφοροποίηση και ενίσχυση των εσόδων τους έχουν κάνει πρόσφατα και η Εurobank και η Αlpha Bank. H πρώτη με την απορρόφηση της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου και την συμμετοχή στην βρετανική fintech Plum (διαχείριση καταθέσεων) και η δεύτερη με την συγχώνευση Alpha Bank Romania & UniCredit αλλά και την πολύ πρόσφατη εξαγορά της fintech Flexfin που ειδικεύεται στην παροχή ρευστότητας σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η Πειραιώς έχει και αυτή αποκτήσει fintech, την Iolcus, εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων. Η Εθνική Τράπεζα τέλος, απέκτησε ποσοστό στην εταιρεία πληροφορικής Epsilon Net.
Η Πειραιώς είναι η πρώτη που στρέφεται δυναμικά και σε ασφαλιστική επιχείρηση. O σίγουρα κερδισμένος είναι το CVC, αν καταφέρει να αποσυρθεί τόσο σύντομα έχοντας πάρει πίσω το κεφάλαιο επένδυσης συν τα όποια κέρδη.
No comment yet, add your voice below!