Skip to content
ap-002

Προϋποθέσεις για εποικοδομητικές συνεργασίες

Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε κάθε ομάδα

Οι στόχοι και οι κορυφές κατακτώνται από δυνατές ομάδες και όχι από μεμονωμένα άτομα. Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε κάθε ομάδα, ο σεβασμός και η εκτίμηση του ενός για τον άλλον, η γνώση των δυνατών σημείων και των αδυναμιών του καθένα, η αλληλοϋποστήριξη, η αφοσίωση.

Οι σχέσεις αυτές δε χτίζονται από τη μία στιγμή στην άλλη. Καλλιεργούνται με την καθημερινή τριβή και κυρίως με τις ουσιαστικές και ειλικρινείς συζητήσεις, που δεν περιορίζονται σε σύντομους σχολιασμούς και ανέμελες κουβεντούλες. Για να γνωριστούν πραγματικά τα μέλη μιας ομάδας θα πρέπει να αφιερώσουν χρόνο, να μοιραστούν βαθύτερες σκέψεις, ανησυχίες, όνειρα, απόψεις γύρω από σημαντικά ζητήματα, να προσπαθήσουν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.

Ας δούμε λοιπόν μερικές βασικές αρχές, οι οποίες διέπουν μία καλή και δημιουργική συζήτηση. Κατ’ αρχάς πρέπει να συμμετέχουν τουλάχιστον δύο άνθρωποι, που θα ανταλλάξουν τις σκέψεις τους, με ανοιχτό μυαλό και θετική διάθεση. Εφόσον η ανταλλαγή αυτή είναι αυθεντική και ειλικρινής, δημιουργείται ανάμεσα στους συνομιλητές ένας δεσμός και καταφέρνουν να επηρεάσουν ο ένας τον άλλον.

Ένας σημαντικός παράγοντας για μία καλή συζήτηση είναι η ποσότητα του περιεχομένου, δηλαδή θα πρέπει να δίνουμε τις πληροφορίες που είναι απολύτως απαραίτητες σε κάθε περίσταση -ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες- ανάλογα με τους συνομιλητές, το αντικείμενο της συζήτησης ή τη γενικότερη κατάσταση. Μιλάμε όταν έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε και σιωπούμε όταν δεν έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε. Αυτό μας φέρνει στην ποιότητα του περιεχομένου. Οι παρεμβάσεις μας θα πρέπει να μην ξεφεύγουν από το θέμα, να συμβάλλουν ουσιαστικά στην εξέλιξη της συζήτησης, τα επιχειρήματά μας θα πρέπει να έχουν γερές βάσεις, οι απόψεις μας θα πρέπει να μη δημιουργούν σύγχυση, αλλά αντίθετα να ρίχνουν φως και να δίνουν αξία στον διάλογο. 

Σημασία όμως δεν έχει μόνο το τι λέμε, αλλά και το πώς το λέμε. Εκφραζόμαστε λοιπόν ξεκάθαρα, με απλά λόγια, γινόμαστε όσο πιο συγκεκριμένοι μπορούμε και δεν πλατειάζουμε ούτε αναλωνόμαστε σε κούφιες γενικότητες. Όταν παρασυρόμαστε από τον ενθουσιασμό, την αγανάκτηση ή οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα και πολυλογούμε ακατάσχετα, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα κουράσουμε τους συνομιλητές μας και θα χάσουμε την προσοχή τους. Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι και ο Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός Blaise Pascal το έθεσε κάπως έτσι: «Αυτό το γράμμα είναι πολύ μεγάλο, απλά γιατί δεν είχα το χρόνο να γράψω ένα μικρότερο». Άρα πριν μιλήσουμε, παίρνουμε λίγο χρόνο για να συγκροτήσουμε τις σκέψεις μας και να τις μεταφέρουμε σύντομα και περιεκτικά.

Κάτι άλλο, που φαντάζει αυτονόητο για να πραγματοποιηθεί μία συζήτηση, είναι η παρουσία. Για να γίνει ένας διάλογος πρέπει τουλάχιστον δύο άνθρωποι να είναι παρόντες, ουσιαστικά και ποιοτικά παρόντες: με το σώμα, το μυαλό, τα συναισθήματα. Δεν αρκεί η φυσική παρουσία, αν το μυαλό μας ταξιδεύει αλλού, αν την ώρα που ο άλλος ανοίγεται και εκφράζει τις σκέψεις του, εμείς στέλνουμε μηνύματα με το κινητό ή αναρωτιόμαστε τι να μαγειρέψουμε για το βραδινό μας ή προετοιμάζουμε νοερά την απάντηση που θα δώσουμε όταν έλθει η σειρά μας να μιλήσουμε. Η προσοχή μας πρέπει να είναι εστιασμένη στον συνομιλητή μας, να τον ακούμε με εν συναίσθηση, για να καταφέρουμε πραγματικά να επικοινωνήσουμε και να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον.

Από την άλλη πλευρά, ένας βέβαιος τρόπος για να οδηγηθεί μία συζήτηση σε αδιέξοδο είναι να την ξεκινήσει κάποιος επιθυμώντας απλά να επιβάλει την άποψή του και στους υπόλοιπους. Το αποτέλεσμα είναι να μην αφήνει χώρο και χρόνο στους άλλους για να εκφράσουν τις αντιρρήσεις ή τις αντίθετες απόψεις τους, να γίνεται επιθετικός και να αποδομεί με κάθε τρόπο τη συζήτηση. Αυτή είναι πολλές φορές η αιτία για κάποια αποτυχημένα meetings που κρατούν ώρες και δεν οδηγούν σε καμία λύση κανενός προβλήματος.

Η επιθετικότητα δεν είναι το μόνο εμπόδιο για τη διεξαγωγή μίας καλής συζήτησης. Το αντίθετό της -η παθητικότητα- είναι εξ ίσου καταστροφική. Όταν κάποιος επιλέγει να μην εμπλακεί σε μία ανταλλαγή επιχειρηματολογίας, να μη συμμετέχει στον διάλογο που εξελίσσεται μπροστά του, είτε γιατί φοβάται πως θα καταλήξει να καυγαδίσει είτε επειδή απλά έχει χάσει το ενδιαφέρον του, δεν συμβάλλει στην επίλυση του όποιου προβλήματος ή στην εγκαθίδρυση μίας ουσιαστικής σχέσης, αλλά μεταμορφώνεται σε εμπόδιο, μεταφέροντας στους υπόλοιπους συνομιλητές μία αίσθηση απαξίωσης.

Θα κλείσουμε με ένα απλό αλλά έξυπνο tip: Είναι πολύ συνηθισμένο, αφού κάποιος μιλήσει και παραθέσει την άποψή του, ο επόμενος να ξεκινά την τοποθέτησή του λέγοντας «ναι, αλλά…», μια φράση που μεταφράζεται σε «δε μας τα είπες καλά, αυτό που λες είναι λάθος, εγώ θα σας πω τι πρέπει να γίνει». Σίγουρα με αυτόν τον τρόπο απαξιώνουμε τον συνομιλητή μας και δεν προάγουμε τον αλληλοσεβασμό και τον ουσιαστικό διάλογο. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ξεκινάμε με τη φράση «ναι και επίσης…», δείχνοντας την πρόθεσή μας να προσθέσουμε κάτι στα όσα ειπώθηκαν και όχι να τα αναιρέσουμε. Η φράση αυτή σημαίνει ότι ακούσαμε προσεκτικά όσα είπε ο προηγούμενος ομιλητής, τα κατανοήσαμε και θέλουμε να κάνουμε ένα εποικοδομητικό σχόλιο. Έτσι η συζήτηση ρέει αβίαστα, η ενέργεια ανάμεσα στα μέλη της ομάδας παραμένει θετική και είναι πολύ πιο εύκολο να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα και να λύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *