Γράφει: Κατερίνα Πετρίδη
Καθώς το τελευταίο διάστημα οι αυξήσεις στις τιμές των ασφαλίστρων υγείας βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημοσιότητας, καλό θα ήταν αφενός να αντιληφθούμε ποιοι είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν αυτές τις αυξήσεις και αφετέρου να ρίξουμε μια ματιά στα όσα συμβαίνουν σε άλλες ευρωπαϊκές ασφαλιστικές αγορές.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε πως ο πληθωρισμός, που τα τελευταία χρόνια κάνει αισθητή την παρουσία του σε κάθε τομέα της καθημερινότητάς μας, παίζει και εδώ σημαντικό ρόλο, καθώς οδηγεί σε αυξημένο κόστος υγειονομικού υλικού, φαρμάκων, αμοιβών και νοσηλείας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις δίνουν ελπίδα στους ασθενείς για πιο ακριβείς επεμβάσεις, πιο αποτελεσματικές θεραπείες, πιο έγκαιρες διαγνώσεις, καλύτερα φάρμακα, αλλά παράλληλα έχουν πολύ υψηλότερο κόστος. Η γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας και κατ’ επέκταση σε αύξηση των αποζημιώσεων που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Ο συνδυασμός των δύο προηγούμενων παραγόντων έχει ως συνέπεια πολλές καταληκτικές ασθένειες να είναι πλέον διαχειρίσιμες και να μετατρέπονται σε χρόνιες ασθένειες με τις οποίες καλούνται να ζήσουν οι άνθρωποι για πολλά χρόνια, γεγονός που οδηγεί επίσης σε αύξηση των δαπανών υγείας.
Τα ασφάλιστρα του κλάδου υγείας στην Ευρώπη αυξάνονται κατά μέσο όρο 3% έως 6% ετησίως την τελευταία δεκαετία. Σε ορισμένες χώρες και ιδίως σε αυτές όπου η ιδιωτική ασφάλιση υγείας είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία) οι αυξήσεις είναι μεγαλύτερες και μπορεί να είναι και διψήφια ποσοστά ορισμένες χρονιές, λόγω του αυξανόμενου κόστους των υπηρεσιών υγείας και της υψηλότερης ζήτησης – σε τέτοιες χώρες ωστόσο είναι σημαντικά υψηλότερα και οι μισθοί σε σχέση με την Ελλάδα.
Κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην αύξηση της τιμής των ασφαλίστρων υγείας είναι ο πληθωρισμός και οι επακόλουθες αυξήσεις στο κόστος των μισθών ιατρών και νοσηλευτών, του υγειονομικού υλικού, του τεχνολογικού εξοπλισμού κ.ά., η αυξημένη ζήτηση, καθώς και οι νέες πιο ακριβές θεραπείες και τα καινούργια φάρμακα. Παρεμβάσεις όπως η πρόσφατη της ελληνικής κυβέρνησης για τον περιορισμό των αυξήσεων στις ασφαλίσεις υγείας συναντώνται και σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία, όπου η κυβέρνηση παρεμβαίνει τακτικά για να ελέγχει τις αυξήσεις των ασφαλίστρων.
Ας δούμε ενδεικτικά τι ισχύει για τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η υγειονομική περίθαλψη παρέχεται μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS), το οποίο χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους. Η ιδιωτική ασφάλιση καλύπτει μία μικρή μερίδα του πληθυσμού και οι αυξήσεις των ασφαλίστρων υγείας κυμαίνονται μεταξύ 5% και 10% ετησίως, ανάλογα με το πρόγραμμα και την εταιρεία. Η κυβέρνηση εποπτεύει την ασφαλιστική αγορά, για να διασφαλίζει ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες παρέχουν ακριβή και ξεκάθαρη πληροφόρηση σχετικά με τις καλύψεις που προσφέρουν και την τιμολόγηση των προϊόντων τους.
Στη Γερμανία λειτουργεί ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης με δύο πυλώνες, τον κρατικό (SHI) και τον ιδιωτικό (PHI). Τα ασφάλιστρα του SHI διαμορφώνονται ανάλογα με το εισόδημα του ασφαλισμένου από το κράτος και σημειώνουν αυξήσεις της τάξης του 3%-5% ετησίως, ενώ του PHI παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις και μεγαλύτερες αυξήσεις. Προκειμένου να κρατά τις αυξήσεις των ασφαλίστρων σε λογικά επίπεδα η γερμανική κυβέρνηση εφαρμόζει διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων και ένας μηχανισμός εξίσωσης των κινδύνων, ο οποίος αναδιανέμει τα κεφάλαια των ασφαλιστικών εταιρειών, ανάλογα με το δημογραφικό προφίλ των πελατών τους και τους κινδύνους που αναλαμβάνουν, ώστε οι εταιρείες που ασφαλίζουν ομάδες υψηλού κινδύνου (ηλικιωμένους, ασθενείς με χρόνια νοσήματα κ.λπ.) να πριμοδοτούνται και να μην αναγκάζονται να προβαίνουν σε απαγορευτικές αυξήσεις ασφαλίστρων. Ο ίδιος μηχανισμός εφαρμόζεται και στην Ελβετία, προκειμένου οι ασφαλιστικές εταιρείες να ενθαρρύνονται να ασφαλίζουν πελάτες υψηλού κινδύνου και να έχουν όλοι οι πολίτες πρόσβαση στην ασφάλιση υγείας, ανεξάρτητα από την κατάσταση της υγείας τους. Έχει δημιουργηθεί ένα ταμείο εξίσωσης κινδύνων, στο οποίο καταβάλλουν εισφορές όλες οι ασφαλιστικές εταιρείες και στη συνέχεια τα χρήματα διανέμονται ανάλογα με τον βαθμό έκθεσης της κάθε εταιρείας σε πολίτες υψηλού κινδύνου.
Η Γαλλία έχει επίσης ένα μικτό σύστημα υγείας. Η μέση ετήσια αύξηση στα ασφάλιστρα υγείας των ιδιωτικών παρόχων κυμαίνεται από 3% έως 8%, ενώ η κυβέρνηση συχνά παρεμβαίνει στη διαμόρφωσή τους, προκειμένου να διατηρείται προσβάσιμη η ασφάλιση από τους πολίτες. Στην Ολλανδία το σύστημα υγείας βασίζεται στις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά ελέγχεται από την κυβέρνηση, προκειμένου να υπάρχουν προγράμματα χαμηλού κόστους, που προσφέρουν τις βασικές καλύψεις και είναι προσβάσιμα από όλους τους πολίτες. Επίσης η κυβέρνηση παρέχει επιδοτήσεις στους πολίτες χαμηλού εισοδήματος, για να μπορούν να ανταπεξέρχονται στο κόστος των ασφαλίστρων. Οι ετήσιες αυξήσεις στις τιμές των ασφαλίστρων κυμαίνονται από 4% έως 6%. Οι σκανδιναβικές χώρες διαθέτουν πολύ ισχυρά δημόσια συστήματα υγείας, με τις ετήσιες αυξήσεις στα ασφάλιστρα να περιορίζονται στο 2%-4%. Παρόλα αυτά η ιδιωτική ασφάλιση είναι διαθέσιμη για όσους επιθυμούν πρόσθετες καλύψεις ή πιο γρήγορη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Μπορεί το σύνηθες να είναι οι χαμηλές αυξήσεις, υπάρχουν όμως περιπτώσεις που οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας φτάνουν σε διψήφια ποσοστά. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, λόγω του αυξημένου κόστους των υπηρεσιών υγείας και των υλικών, της γήρανσης του πληθυσμού και των αυξημένων αποζημιώσεων αρκετές ασφαλιστικές εταιρείες επέβαλαν τα τελευταία χρόνια αυξήσεις που ξεπερνούν το 10%, προκειμένου να περιφρουρήσουν την οικονομική τους σταθερότητα.
Για τους ίδιους λόγους στην Ελβετία, όπου ισχύει η υποχρεωτική ιδιωτική ασφάλιση υγείας και οι τιμές των ασφαλίστρων παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις, πρόσφατα έχουν καταγραφεί διψήφιες αυξήσεις ασφαλίστρων από πολλές εταιρείες. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελβετία, γεγονός που αντανακλάται και στο υψηλό κόστος της ασφάλισης. Επίσης σε αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου το κόστος των υπηρεσιών υγείας ανεβαίνει κατακόρυφα, καθώς αυξάνονται τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, παρατηρούνται κατά διαστήματα διψήφιες αυξήσεις στις τιμές των ασφαλίστρων υγείας.
Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει και στη χώρα μας, οι μεγάλες αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας αναγκάζουν συχνά τους καταναλωτές χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος να διακόψουν την ασφάλισή τους, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος. Αυτό βέβαια έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να έχουν πλέον πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας και να μπαίνουν στις τεράστιες ουρές αναμονής του δημόσιου συστήματος -επιβαρύνοντάς τις ακόμη περισσότερο-, κάτι που κάποιες φορές μπορεί να αποβεί μοιραίο για την υγεία τους ή να αναγκάζονται να πληρώσουν από την τσέπη τους τη νοσηλεία τους σε κάποια ιδιωτική δομή, κάτι που μπορεί να αποβεί μοιραίο για την οικονομική τους κατάσταση.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα -και μέχρι να δούμε φως στο θέμα της υψηλής φορολογίας ασφαλίστρων και υπηρεσιών υγείας, αλλά και στο ζήτημα των υπέρογκων χρεώσεων των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων- οι ασφαλιστικές εταιρείες ίσως θα πρέπει να επανεξετάσουν την πολιτική τους στη διαμόρφωση των προγραμμάτων υγείας, των καλύψεων που περιλαμβάνουν και της τιμολόγησής τους, προκειμένου να είναι σε θέση να παρέχουν προϊόντα για κάθε βαλάντιο, που αφενός δε θα εξοντώνουν οικονομικά τους ασφαλισμένους και αφετέρου δε θα θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών εταιρειών. Σύμμαχός τους σε αυτή την προσπάθεια είναι και η τεχνολογία, που τους δίνει τη δυνατότητα μέσω data analytics να προσδιορίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τους πιθανούς κινδύνους και να δημιουργούν εξατομικευμένα ασφαλιστήρια υγείας, ενώ παράλληλα είναι σημαντική η επένδυση στην πρόληψη και σε προγράμματα ευζωίας, που μειώνουν μακροπρόθεσμα το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και κατ’ επέκταση συμβάλλουν στον περιορισμό των αυξήσεων στις τιμές των ασφαλίστρων.
No comment yet, add your voice below!