Γράφει η Κατερίνα Πετρίδη
Ξεκινάει σήμερα το 24ο Hydra Meeting, το οποίο διοργανώνεται κάθε χρόνο από την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος και συγκεντρώνει πλήθος διακεκριμένων στελεχών από την ελληνική και τη διεθνή ασφαλιστική και αντασφαλιστική αγορά. Μία συνάντηση που όλοι περιμένουν με ανυπομονησία, καθώς ανάμεσα στα διαδοχικά πάρτυ και στις χαλαρές βόλτες στα πανέμορφα καλντερίμια της Ύδρας γίνονται επαφές, αναθερμαίνονται επαγγελματικές σχέσεις, ανταλλάσσονται απόψεις, κλείνονται κρίσιμες συμφωνίες, κοινώς χτίζονται οι βάσεις που θα διαμορφώσουν το μέλλον του κλάδου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και επίκαιρη είναι η ατζέντα των εργασιών της φετινής συνάντησης, η οποία εστιάζει στο κενό ασφαλιστικής προστασίας που υφίσταται στους τομείς των φυσικών καταστροφών, της υγείας και των κυβερνοκινδύνων, με μια συζήτηση ανάμεσα στους Ivo Menzinger, Head Europe Middle East & Africa, Managing Director, Public Sector Solutions της Swiss Re, Willem Van Duin, Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του ομίλου Achmea και Dominik Bark, Head of Financial Lines για την περιοχή ΕΜΕΑ της AIG Europe SA και συντονιστή τον Νίκο Βέττα, Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ και Καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Πράγματι, με το 85% των σπιτιών να είναι ανασφάλιστα έναντι φυσικών καταστροφών, με το 90% των Ελλήνων να μη διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας -πληρώνοντας από την τσέπη τους τη νοσηλεία τους όταν το ΕΣΥ δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς και αξιοπρεπώς- και τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να είναι ανασφάλιστες έναντι οποιουδήποτε κινδύνου – πόσο μάλιστα έναντι κυβερνοκινδύνων!- η χώρα μας φαίνεται να είναι εντελώς εκτεθειμένη στους μεγάλους κινδύνους που πλήττουν ισχυρότερα από ποτέ την ανθρωπότητα.
Στον τομέα των φυσικών καταστροφών, όπως αποδείχθηκε, η έκπτωση 10% στον ΕΝΦΙΑ που δόθηκε ως κίνητρο δεν ήταν αρκετή για να ωθήσει τους Έλληνες να προστατέψουν την περιουσία τους, καθώς ανταποκρίθηκε μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό. Μία μεγαλύτερη έκπτωση σίγουρα θα απέδιδε περισσότερο και θα πρέπει η κυβέρνηση να τη σκεφτεί πολύ σοβαρά, δεδομένου ότι τα έσοδα που θα στερηθεί είναι σταγόνα στον ωκεανό των αποζημιώσεων που θα κληθεί να καταβάλει στους ανασφάλιστους πληγέντες από τις φυσικές καταστροφές, οι οποίες θα συνεχίσουν να χτυπούν όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα. Όσο για το ενδεχόμενο να ισχύσει η υποχρεωτικότητα στην ασφάλιση κατοικιών έναντι φυσικών καταστροφών, οι πρώτες απόπειρες εκ μέρους της κυβέρνησης ήταν τραγικά αποτυχημένες και πολύ μακριά από τον ίδιο τον πυρήνα λειτουργίας του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης, ενώ είναι πολλά τα ζητήματα που εγείρονται ως προς την ενιαία εφαρμογή του μέτρου, λόγω μη ασφαλισιμότητας των παλαιών κτιρίων ή αυτών που βρίσκονται εντός ζωνών υψηλής επικινδυνότητας.
Από την άλλη πλευρά είναι ζωτικής σημασίας να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών σε όλες τις επιχειρήσεις και όχι να περιορίζεται μόνο στις πολύ μεγάλες, όπως ισχύει σήμερα. Άλλωστε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας, πάσχουν από έλλειψη ασφαλιστικής κάλυψης σε όλους τους κρίσιμους τομείς και οποιοδήποτε πλήγμα μπορεί να αποβεί μοιραίο για την επιβίωσή τους, είτε αυτό είναι μία πλημμύρα είτε ένα lockdown είτε μία κυβερνοεπίθεση. Βέβαια στον τομέα των κυβερνοεπιθέσεων οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν είναι οι μόνοι εκτεθειμένοι, καθώς όπως προκύπτει από διεθνείς έρευνες περίπου το 90% των επιχειρήσεων δεν διαθέτει επαρκή κάλυψη έναντι κυβερνοκινδύνων, τη στιγμή που η έκθεσή τους μεγαλώνει διαρκώς καθώς εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις νέες τεχνολογίες, ενώ οι επιθέσεις αυξάνονται ραγδαία, με το κόστος της διακοπής εργασιών, της επιδιόρθωσης της ζημιάς, αλλά και της διαρροής ευαίσθητων δεδομένων να είναι δυσβάσταχτο. Μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς που δέχονται κάποιου είδους κυβερνοεπίθεση ούτε καν το αναφέρουν στις αρχές, με αποτέλεσμα τα διαθέσιμα στοιχεία να μην είναι καθόλου αντιπροσωπευτικά του μεγέθους του προβλήματος. Σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστές οφείλουν να ξεκινήσουν μία ευρύτατη καμπάνια ενημέρωσης και προστασίας των Ελλήνων επιχειρηματιών.
Τέλος στον τομέα της υγείας το κενό προστασίας είναι τεράστιο, παρά το ότι υπάρχουν πολλοί και ρεαλιστικοί τρόποι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Είναι αδιανόητο οι Έλληνες πολίτες να καταβάλλουν από την τσέπη τους περίπου 6 δισ. ευρώ το χρόνο (το 8% του μέσου οικογενειακού προϋπολογισμού, ποσοστό διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) για υγειονομική περίθαλψη και να μην προτιμούν να αποκτήσουν ένα ασφαλιστήριο υγείας. Είναι αδιανόητο να παραμένει το «καπέλο» του φόρου 15% επί των ασφαλίστρων, ένα σοβαρό αντικίνητρο, που κρατά τους πολίτες μακριά από την ιδιωτική ασφάλιση. Είναι αδιανόητο να μην έχουν υλοποιηθεί ακόμη παρά τις μακροχρόνιες συζητήσεις οι περιβόητες ΣΔΙΤ -συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα- στον χώρο της υγείας, δίνοντας τη δυνατότητα π.χ. να δημιουργηθούν ειδικές πτέρυγες στα δημόσια νοσοκομεία, όπου θα εξυπηρετούνται οι πελάτες των ασφαλιστικών εταιρειών με σαφώς χαμηλότερο κόστος έναντι της νοσηλείας σε ιδιωτικά νοσοκομεία. Συνεργασίες αμοιβαία επωφελείς, που θα επιτρέψουν στις ασφαλιστικές να μειώσουν τα ασφάλιστρα και παράλληλα θα αποφέρουν υψηλότερα έσοδα στο ΕΣΥ. Είναι αδιανόητο να μην επενδύει το κράτος στην πρόληψη, καθώς δαπανά μόλις 22 ευρώ κατά κεφαλήν, όταν στις χώρες του ΟΟΣΑ ο μέσος όρος είναι 102 ευρώ. Είναι αδιανόητο να μπαίνει ΦΠΑ 24% στις υπηρεσίες υγείας, όταν μέχρι το 2011 δεν υπήρχε καν και στη συνέχεια, λόγω οικονομικής κρίσης έγινε 11%, 13%, 23% και τελικά 24%. Σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό -πραγματικό και εικονικό- εκτοξεύει στα ύψη το κόστος των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας και κατ’ επέκταση των νοσοκομειακών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ένα θλιβερό 12% ακυρώσεων ασφαλιστηρίων υγείας κάθε χρόνο.
No comment yet, add your voice below!