Skip to content

Αλίμονο μας…

Η ανθρωπότητα μπαίνει στη νέα χρονιά με κληρονομιά δύο πολέμους, μια παγκόσμια οικονομική και πολιτική κρίση (επικράτηση ακροδεξιών και άλλων “παλαβών” στοιχείων σε διάφορες χώρες) και μια μόνιμη υγειονομική απειλή.

Όμως αλίμονο, αυτά δεν είναι τα μεγαλύτερα μας προβλήματα.

Διαβάστε τι μας περιμένει στο κοντινό μέλλον από έναν άνθρωπο που μιλά για θέματα ήδη γνωστά (εκτός ίσως από το κερασάκι στη τούρτα – θα καταλάβετε στη συνέχεια), αλλά με διαφορετικό τρόπο:

Ο ανθρώπινος πολιτισμός δομήθηε και εξαπλώθηκε με βάση κάποιες συνθήκες, οι οποίες παρέμεναν σταθερές τα τελευταία 5.000-6.000 χρόνια – με μικρές αυξομειώσεις όπως είναι φυσικό. Οι συνθήκες αυτές έχουν πάψει πια να ισχύουν και ανατρέπονται με γοργή ταχύτητα η μια πίσω από την άλλη.

Οι νέες συνθήκες είναι:

Εντεινόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα, αύξηση της στάθμης της θάλασσας, εξαφάνιση πολλών ειδών του ζωικού βασιλείου, ερημοποίηση ολόκληρων περιοχών.

Στις νέες συνθήκες ο πλανήτης θα επιβιώσει, αλλά ο άνθρωπος όχι.

Η Ελλάδα και η Μεσόγειος είναι από τις περιοχές που θα επηρεαστούν περισσότερο. Η μέση θερμοκρασία της χώρας μας θα αυξηθεί κατά 1,5 βαθμό Κελσίου έως το 2050, ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο. Οι ημέρες καύσωνα θα αυξηθούν, τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πιο συχνά. Οι πλημμύρες για παράδειγμα έχουν τετραπλασιαστεί σε σχέση με τη δεκαετία του ’80 και έχουν διπλασιαστεί την τελευταία εικοσαετία, ενώ η περίοδος των πυρκαγιών έχει μεγαλώσει κατά 20% από τη δεκαετία του ’80.

Αυτές είναι οι ορατές αλλαγές, που τις βιώνουμε όλοι. Όμως υπάρχουν και κάποιες επιπτώσεις που δύσκολα τις αντιλαμβανόμαστε. Για παράδειγμα η αλλαγή του κλίματος κάνει τα κουνούπια που φέρνουν την ελονοσία και τον κίτρινο πυρετό ή τα τσιμπούρια που μεταφέρουν την νόσο Lyme να ευδοκιμούνε σε μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές. Επίσης, ακόμη και αν σας φαίνεται απίστευτο, έχει αποδειχθεί ότι όσο αυξάνεται η θερμοκρασία, αυξάνεται η εγκληματικότητα, αυξάνονται οι βωμολοχίες στα social media, αλλά και τα κορναρίσματα!

Όσο για τις επιπτώσεις στην οικονομία, η Swiss Re υπολόγισε ότι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής σε 26 χρόνια η παγκόσμια οικονομία θα είναι κατά 22 τρισεκατομμύρια δολάρια μικρότερη απ’ ό,τι θα ήταν αν δεν υπήρχε κλιματική αλλαγή. Άρα συμφέρει την ανθρωπότητα να επενδύσει ακόμα και 22 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι τότε για να μετριάσει το πρόβλημα.

Μέχρι στιγμής δε φαίνεται να καταφέρνουμε και πολλά. Για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου, θα πρέπει έως το 2030 να έχουμε μειώσει τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου κατά 45%. Εμείς όμως συνεχίζουμε να τις αυξάνουμε κάθε χρόνο και έτσι το 2030 αντί να μειωθούν, θα έχουν αυξηθεί κατά 14%. Η δυσοίωνη αυτή πορεία επιβεβαιώθηκε και από την πρόσφατη σύνοδο COP28, η οποία το μόνο που κατάφερε να αποσπάσει από τους ισχυρούς της γης ήταν ασαφείς υποσχέσεις για σταδιακή και εθελοντική μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Καμία δέσμευση!

Ακόμη όμως κι αν καταφέρουμε να μειώσουμε τις εκπομπές των βλαβερών αερίων, έχουμε ήδη στείλει στην ατμόσφαιρα μία τεράστια ποσότητα, η οποία θα παραμείνει εκεί για τους επόμενους δύο αιώνες, με σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή μας, επιπτώσεις τις οποίες θα πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε. Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα, φτάνει να πούμε πως αν με έναν μαγικό τρόπο μηδενίζαμε σήμερα τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η θερμοκρασία θα συνέχιζε να αυξάνεται για 40 τουλάχιστον χρόνια. Οπότε θα πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτή τη συνθήκη και να βελτιώσουμε τις μονώσεις των κτηρίων, να αυξήσουμε τις περιοχές πράσινου μέσα στις πόλεις και πολλά άλλα.

Αυτό είναι το ένα μεγάλο πρόβλημα. Το δεύτερο που αφορά την Ελλάδα ιδιαίτερα, είναι ότι δεν γεννάμε παιδιά:

Παρά το ότι οι γεννήσεις στην Ελλάδα μειώνονται σταθερά από το 1930 που ξεκίνησε η καταγραφή των σχετικών στοιχείων, ο πληθυσμός μας αυξανόταν κάθε χρόνο, για διάφορους λόγους, έως τις αρχές του 21ου αιώνα. Κατ’ αρχάς το προσδόκιμο ζωής αυξανόταν ραγδαία, οπότε μειώνονταν οι θάνατοι. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 άρχισαν να επιστρέφουν οι μετανάστες που μετά τον πόλεμο είχαν αναζητήσει σε άλλες χώρες μία καλύτερη τύχη. Τη δεκαετία του ’90 ήρθαν στη χώρα μας ένα εκατομμύριο μετανάστες από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες.

Όμως από το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας άρχισε να μειώνεται, καθώς παράλληλα με τη συνεχή μείωση των γεννήσεων ήρθε η οικονομική κρίση, που οδήγησε στη μετανάστευση σημαντικού ποιοτικού εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό και ταυτόχρονα αναχαίτισε τις μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας. Οι προβλέψεις θέλουν τον πληθυσμό της Ελλάδας να ανέρχεται σε 8,8 εκατομμύρια το 2050 και σε 5,5 εκατομμύρια το 2100. Το πιο σημαντικό όμως είναι η σύσταση του πληθυσμού. Σήμερα ένας στους πέντε Έλληνες είναι άνω των 65 ετών, ενώ το 2050 η αναλογία θα είναι ένας στους τρεις.

Η χώρα μας μικραίνει και γερνάει και αυτό έχει σοβαρές γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Για να εστιάσουμε στις οικονομικές, οι ρυθμοί ανάπτυξης μίας οικονομίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την παράλληλη αύξηση του οικονομικά ενεργού της, οπότε η σταδιακή μείωση των νέων εργαζόμενων οδηγεί στη συρρίκνωση της οικονομίας και βέβαια στην κατάρρευση του υπάρχοντος συνταξιοδοτικού συστήματος.

Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με τρεις τρόπους. Ο ένας είναι η προσέλκυση μεταναστών, προκειμένου να ενισχυθεί το εργατικό δυναμικό, αλλά όπως φαίνεται η Ελλάδα έχει πάψει πια να αποτελεί ελκυστικό προορισμό για τους μετανάστες, οι οποίοι προτιμούν τις χώρες του βορρά, τις ίδιες χώρες που προτιμούν άλλωστε και πολλοί Έλληνες, οι οποίοι υπολογίζονται σε μισό εκατομμύριο την τελευταία δεκαετία. Μόνη μας ελπίδα ο δεύτερος τρόπος, που είναι η αξιοποίηση μίας μεγάλης μερίδας οικονομικά ανενεργού πληθυσμού, η οποία βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας και μπορεί με τα κατάλληλα κίνητρα να ενεργοποιηθεί, όπως οι πρόωρα συνταξιοδοτούμενοι, αλλά και οι γυναίκες, μεγάλο ποσοστό των οποίων (ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη) δεν εργάζεται.

Ο τρίτος τρόπος είναι η αύξηση των γεννήσεων, μία πρόκληση που αντιμετωπίζουν όλες οι ανεπτυγμένες χώρες, καθώς καμία δεν φτάνει τον επιθυμητό αριθμό των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, που είναι απαραίτητος για την αναπλήρωση του πληθυσμού. Εμείς βρισκόμαστε στο 1,3. Είναι ενδιαφέρον να δούμε τι κάνουν σε αυτόν τον τομέα κάποιες χώρες που φαίνεται να έχουν καλύτερα αποτελέσματα από άλλες. Στη Σουηδία και τη Γαλλία λοιπόν εφαρμόζονται πολιτικές ενδυνάμωσης των ζευγαριών σε σχέση με τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, δηλαδή τους δίνουν τη δυνατότητα να κάνουν όσα παιδιά θέλουν, χωρίς να φοβούνται ότι θα κοστίσει στις καριέρες τους. Πάρα πολύ μεγάλες και γενναιόδωρες άδειες πατρότητας και μητρότητας, μεγάλα κίνητρα για τους εργοδότες, ώστε να κρατούν τους ανθρώπους που κάνουν οικογένεια, αλλά και στιβαρές υποδομές προσχολικής αγωγής, ώστε να έχουν κάπου να πάνε τα παιδιά όχι μόνο για φύλαξη, αλλά και για να εκπαιδεύονται από την ηλικία των δύο και των τριών, κάτι που έχει αποδειχτεί ότι έχει ευεργετικές συνέπειες στη συνέχιση της ζωής τους.

Και το κερασάκι στην τούρτα…

Η χώρα μας έχει ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια χρέη στον κόσμο. Έως το 2032 οι δανειστές μάς έχουν δώσει μία περίοδο χάριτος με πολύ χαμηλές δόσεις, ώστε να καταφέρουμε σε αυτό το διάστημα να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις, να αλλάξουμε το παραγωγικό μας μοντέλο και να χτίσουμε μία βιώσιμη οικονομία. Μετά το 2032 θα κληθούμε να καταβάλλουμε στους δανειστές μας 15 δισεκατομμύρια επιπλέον κάθε χρόνο, ενώ θα έχουμε μείνει πολύ λιγότεροι και ταυτόχρονα θα πρέπει να πληρώνουμε πολύ περισσότερα χρήματα για την ενίσχυση των υποδομών μας και για την αποκατάσταση των ζημιών που θα προκαλούν τα πολύ πιο έντονα και συχνά ακραία καιρικά φαινόμενα, λόγω της κλιματικής αλλαγής!

Αλίμονο μας…

*Αποσπάσματα από την ομιλία του δημοσιογράφου, συγγραφέα και ιδρυτικού μέλους της διαΝΕΟσις, Θοδωρή Γεωργακόπουλου, στην πρόσφατη εκδήλωση του ΣΕΣΑΕ στο Μουσείο Γουλανδρή.

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *