Skip to content

Διφορούμενες οι απόψεις για την ελληνική οικονομία

Κατερίνα Πετρίδη

Μία πολύ ρεαλιστική εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί τόσο στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας όσο και στην καθημερινότητα των ελληνικών νοικοκυριών έδωσαν πρόσφατα οι Financial Times. Μια εικόνα αντιφατική, που γεννά αισιοδοξία αλλά και αρκετούς προβληματισμούς.

Μετά την πανδημία η οικονομία της Ελλάδας έχει να επιδείξει μία από τις πιο εντυπωσιακές πορείες ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, μετατρέποντας τη χώρα μας σε μία ελκυστική επιλογή για τους επενδυτές. Πρόσφατα ο οίκος αξιολόγησης S&P αναβάθμισε την εκτίμησή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σε «θετική». Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για εκτενείς δομικές μεταρρυθμίσεις και για αντιμετώπιση μακροχρόνιων αγκυλώσεων ενίσχυσαν την ανάπτυξη -η οποία ξεπέρασε το μέσο όρο της Ευρωζώνης- και περιόρισε την αναλογία του εθνικού χρέους με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Οι θετικές εκτιμήσεις αντανακλούν τις προσδοκίες ότι το αυστηρό φορολογικό καθεστώς θα έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του χρέους και παράλληλα η ανάπτυξη θα συνεχίσει να κινείται σε υψηλά επίπεδα.

Τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat πριν από λίγες ημέρες επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις, καθώς η αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ έπεσε κατά 10,8% το 2023 και έφθασε το 162%. Αντίστοιχα η ελληνική οικονομία σημείωσε ανάπτυξη κατά 2% το 2023, όταν η ανάπτυξη στη Γερμανία έφτασε μόλις στο 0,3%. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 2024 η ανάπτυξη στη χώρα μας θα κινηθεί και πάλι γύρω στο 2%, ξεπερνώντας τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης για την επόμενη διετία.

Σημαντικό ρόλο στις θετικές εξελίξεις παίζουν αναμφίβολα οι επιδόσεις της χώρας μας στον τομέα του τουρισμού, οι οποίες συμβάλλουν και στη βελτιωμένη εικόνα της αγοράς εργασίας, καθώς επίσης και οι μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως η συνεχώς διευρυνόμενη ψηφιακή πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση της έκδοσης δικαστικών αποφάσεων και η μεγαλύτερη διαφάνεια στη δημοσιονομική διαχείριση.

Όμως αν εστιάσει κανείς στους πολίτες της χώρας μας, θα δει ότι εκεί τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Μπορεί η οικονομία μας να σημειώνει εξαιρετικές επιδόσεις ξεπερνώντας σε ρυθμό ανάπτυξης τους περισσότερους Ευρωπαίους εταίρους μας, αλλά οι Έλληνες βιώνουν μία δύσκολη καθημερινότητα και η Ελλάδα συνεχίζει να είναι η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη Βουλγαρία και η φτωχότερη της Ευρωζώνης.

Πριν την οικονομική κρίση το επίπεδο διαβίωσης των Ελλήνων ήταν κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά η ύφεση που χτύπησε τη χώρα μας μετά το 2010 άλλαξε ριζικά το τοπίο. Στην εποχή των μνημονίων η αγοραστική δύναμη μειώθηκε σημαντικά, οι φόροι διογκώθηκαν, οι αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν, πολλές επιχειρήσεις χρεοκόπησαν και η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 30%. Το 2016 η μέση καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 24% σε σύγκριση με το 2007, οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατά 65%. Την ίδια περίοδο η βιομηχανική παραγωγή περιορίστηκε στο μισό, ενώ το λιανικό εμπόριο υπέστη μείωση του τζίρου του κατά το ένα τρίτο. Η ανεργία άγγιξε ύψη-ρεκόρ, φτάνοντας σχεδόν το 30%. Η πραγματική αξία των μισθών μειωνόταν συνεχώς μέχρι και το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και αυτή τη στιγμή είναι κατά 30% χαμηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα, γεγονός που μας κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών.

Έτσι, παρά την ανάκαμψη που καταγράφεται μετά την πανδημία, σήμερα η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερο σημείο σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε το 2007 και συγκεκριμένα υστερεί κατά 19%, τη στιγμή που η οικονομία στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το αντίστοιχο διάστημα έχει σημειώσει αύξηση 17%. Το μεγάλο πλήγμα που δέχθηκε η ελληνική οικονομία από την κρίση μπορεί να συγκριθεί μόνο με την οικονομική ύφεση που «στραγγάλισε» την οικονομία των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’30. Θα πρέπει η οικονομία να ενισχυθεί με σημαντικές επενδύσεις και παράλληλα να συνεχιστούν με έντονους ρυθμούς οι μεταρρυθμίσεις για να καταφέρει η χώρα μας να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα μετά από κάποιες δεκαετίες.

Η Ελλάδα ακολουθεί πλέον ένα πιο ισορροπημένο μοντέλο ανάπτυξης, αλλά οι δυσκολίες είναι ακόμη πολλές. Μεταξύ άλλων η κλιματική κρίση και το δημογραφικό πλήττουν ιδιαίτερα τη χώρα μας και είναι καθοριστικής σημασίας η λήψη μέτρων για τον περιορισμό των επιπτώσεών τους. Όπως επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το 90% των τουριστικών μας υποδομών και το 80% των βιομηχανικών μας εγκαταστάσεων βρίσκονται σε περιοχές με υψηλή έκθεση στους κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή. Από την άλλη πλευρά οι γεννήσεις μειώνονται σταθερά με αποτέλεσμα να γερνάμε και να λιγοστεύουμε κάθε χρόνο, με τη μετανάστευση χιλιάδων νέων προς αναζήτηση καλύτερων εργασιακών συνθηκών να εντείνει το πρόβλημα.

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *