Skip to content

Είναι τελικά πιο”καθαρά” τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα;

Το 2019, οι μεταφορές ευθύνονταν για το ένα τέταρτο περίπου των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ, από τις οποίες το 71,7% προερχόταν από τις οδικές μεταφορές. Στο σύνολο των εκπομπών CO2 από τις οδικές μεταφορές, τα επιβατικά αυτοκίνητα ευθύνονται για το 60,6%.

Οι μεταφορές μάλιστα, είναι ο μόνος τομέας που σημείωσε αύξηση στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 33,5% μεταξύ του 1990 και του 2019.

Στο πλαίσιο των προσπαθειών για την μείωση των εκπομπών CO2 και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 απαιτείται η κατά 90% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις μεταφορές.

Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν θα είναι εύκολο να επιτευχθεί. Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις, οι εκπομπές που προέρχονται από τις μεταφορές αναμένεται να μειωθούν μόνο κατά 22% έως το 2050, ποσοστό που απέχει σημαντικά από το σημερινά επίπεδα φιλοδοξιών.

Η ΕΕ εισάγει λοιπόν νέους στόχους για τη μείωση των εκπομπών CO2, επιδιώκοντας τη μείωση των επιβλαβών εκπομπών από τα νέα επιβατικά αυτοκίνητα και τα ελαφρά εµπορικά οχήµατα. Οι ευρωβουλευτές ενέκριναν νέους κανόνες στη σύνοδο ολομέλειας στις 27 Μαρτίου.

Με μέσο όρο 1,6 επιβάτες ανά αυτοκίνητο στην Ευρώπη το 2018, η κοινή χρήση αυτοκινήτων ή η μετάβαση σε άλλα μέσα μεταφορών, όπως τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, η ποδηλασία και το περπάτημα, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση των εκπομπών.

Είναι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μια βιώσιμη εναλλακτική λύση;

Υπάρχουν δύο τρόποι μείωσης των εκπομπών CO2 από τα αυτοκίνητα: αυξάνοντας την αποδοτικότητά τους ή αλλάζοντας το καύσιμο. Το 2019, η πλειοψηφία των μεταφορικών μέσων στην Ευρώπη χρησιμοποιούσε diesel (66,70%) και πετρέλαιο (24,55%).

Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ωστόσο, κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος, αντιπροσωπεύοντας το 11% όλων των ταξινομημένων αυτοκινήτων το 2020.

Οι πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων (που τροφοδοτούνται από μπαταρίες ή φορτίζονται με ρευματολήπτη) αυξήθηκαν σημαντικά από το 2017 και τριπλασιάστηκαν από το 2020, όταν άρχισαν να ισχύουν οι υφιστάμενοι στόχοι CO2.

Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα “Πόσο CO2 παράγει ένα αυτοκίνητο;” πρέπει να λάβει υπόψη του όχι μόνο το CO2 που εκπέμπει ένα αυτοκίνητο κατά τη χρήση του, αλλά κι εκείνο που παράγεται κατά τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσής του.

Η διαδικασία παραγωγής και διάθεσης είναι λιγότερη φιλική προς το περιβάλλον για ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητό απ’ ότι για ένα αυτοκίνητο που διαθέτει κινητήρα εσωτερικής καύσεως, ενώ τα επίπεδα των εκπομπών ποικίλουν ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας.

Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη το μέσο ενεργειακό μείγμα που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη, έχει ήδη αποδειχθεί ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι λιγότερο ρυπογόνα από τα πετρελαιοκίνητα. Με την προσδοκώμενη αύξηση του μεριδίου της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα έπρεπε δε τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα να γίνουν λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον, λαμβάνοντας ειδικά υπόψη τα σχέδια της ΕΕ για πιο βιώσιμες μπαταρίες.

Πέραν της θέσπισης στόχων για τις εκπομπές αυτοκινήτων, οι ευρωβουλευτές επεξεργάζονται κι άλλα μέτρα στον τομέα των μεταφορών, κυρίως για αεροπλάνα και πλοία: τη συμπερίληψη των θαλάσσιων μεταφορών στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, την αναθεώρηση του συστήματος για την αεροπορία και την πρόταση πιο βιώσιμων καυσίμων για τα αεροπλάνα και τα πλοία.

Μία εκ των κρισιμότερων ψηφοφοριών αναμένεται να διεξαχθεί στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στις 7 Ιουνίου, η οποία πρόκειται να κρίνει την τύχη των οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης (ICEs), και την πιθανή κατάργηση των νέων πωλήσεων τους από το 2035, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής.

Εν όψει της συζήτησης την ερχόμενη βδομάδα, 100 και πλέον ευρωπαϊκοί φορείς και εταιρείες από τους κλάδους της ενέργειας και των μεταφορών, συνέταξαν ανοιχτή επιστολή προς το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, αιτούμενοι να αναγνωριστεί η συμβολή των ανανεώσιμων καυσίμων στην μείωση των εκπομπών άνθρακα από τα οχήματα και ζητούν να επιτρέπονται οι πωλήσεις οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και μετά το 2035, με την προϋπόθεση ότι τα αυτοκίνητα αυτά θα χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος και όχι ορυκτά καύσιμα.

Την επιστολή υπογράφουν, μεταξύ άλλων, σημαντικοί ευρωπαϊκοί Σύνδεσμοι , όπως οι CLEPA, FuelsEurope, eFuel Alliance, EBB, ECFD, UPEI, αλλά και ο ελληνικός Σύνδεσμος Εταιρειών Πετρελαιοειδών Ελλάδας-ΣΕΕΠΕ, επιπλέον εταιρείες διύλισης , ανάμεσά τους τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ, η Repsol, η ENI, η Neste, η MOL, μαζί με αρκετές εταιρείες αερίου, βιοκαυσίμων, αλλά και εταιρείες από τον κλάδο κατασκευής οχημάτων, όπως η Siemens Energy, MAZDA κα.

Για το θέμα αυτό, υπενθυμίζεται πως μια σημαντική μερίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει στηρίξει την ίδια άποψη, προτείνοντας την υιοθέτηση ενός εθελοντικού μηχανισμού ανταλλαγής πιστώσεων, μεταξύ της αυτοκινητοβιομηχανίας και των προμηθευτών καυσίμων. Οι αναφερόμενοι φορείς που υπογράφουν την επιστολή εστιάζουν στη σημασία ενός τεχνολογικού μείγματος που θα περιλαμβάνει όλες τις σχετικές λύσεις για τη μείωση των εκπομπών CO2, χωρίς να αγνοούνται οι ποικίλες ανάγκες των καταναλωτών και της βιομηχανίας.

Οι εταιρείες αναφέρουν πως ο στόχος της μείωσης των εκπομπών CO2 κατά 100%, οδηγεί στην de facto απαγόρευση των οχημάτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης, συμπεριλαμβανομένων των υβριδικών οχημάτων και αντικατάστασή τους από αμιγώς ηλεκτρικά. Γι’ αυτό υποστηρίζουν ότι εναλλακτική αποτελεί, να δοθεί έμφαση στην απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές της τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στην αυτοκίνηση και όχι στην απαγόρευση ή την προώθηση μίας μόνο τεχνολογίας.

Από την άλλη η ηλεκτροκίνηση αναμφίβολα συμβάλει στη μείωση των εκπομπών, καθώς και τη μείωση εισαγωγών ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο το πρόβλημα, όπως εντοπίζουν, έγκειται στο γεγονός ότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξή της. Χαρακτηριστικά υπογραμμίζουν πως «η πρόοδος στην ανάπτυξη υποδομών φόρτισης και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, είναι άνιση σε όλα τα κράτη μέλη και πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις μόνο σε πολύ λίγα».

Επιπλέον επισημαίνεται και ο κίνδυνος να δημιουργηθούν νέες εξαρτήσεις, όσον αφορά τις πρώτες ύλες, πχ τις μπαταρίες, ενώ γίνεται λόγος και για τις συνέπειες που  θα προκληθούν για την απασχόληση. «Μόνο στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι στόχοι που έχουν ήδη προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις εκπομπές, θέτουν σε κίνδυνο πάνω από 500.000 θέσεις εργασίας στον τομέα αυτό μέχρι το 2040, με την το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου να εμφανιστεί μεταξύ 2030 και 2035», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Στον αντίποδα η επιστολή υποδεικνύει την ανάγκη να εξεταστεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ένας τεχνολογικά ανοιχτός κανονισμός για τα πρότυπα CO2, που θα αναγνωρίζει τη συμβολή των ανανεώσιμων καυσίμων στη μείωση των εκπομπών, ενώ παράλληλα θα διατηρεί την ανταγωνιστικότητα. Τα εν λόγω καύσιμα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μεταβατικά για τον τομέα των οδικών μεταφορών, ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται να καταστούν προσιτά και για κλάδους που βαραίνουν οι εκπομπές ρύπων, όπως οι αερομεταφορές και η ναυτιλία.

Πηγή: europarliament, energy press.

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *