Skip to content

Κομβικές αλλαγές στην ιατρική φροντίδα φέρνει ο Covid-19

Ένα θετικό της πανδημίας είναι ότι φέρνει ταχύτατα κομβικές αλλαγές στο ελληνικό σύστημα υγείας: η τηλεϊατρική και ο ηλεκτρονικός φάκελος ασθενούς θα είναι σύντομα πραγματικότητα, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας, ενώ η συνεργασία ιδιωτικού – δημόσιου τομέα στο δημόσιο σύστημα υγείας, παύει να θεωρείται ταμπού.

Ρεπορτάζ Νικόλας Εμμανουήλ

Το 2020 είναι η χρονιά που πραγματικά άλλαξε ο κόσμος. Η πανδημία του Covid-19 σημάδεψε τη δημόσια υγεία, την οικονομία, την αγορά εργασίας και την κοινωνία. Λειτούργησε ως καταλύτης, επιβάλλοντας τους δικούς της όρους και κανόνες, οδηγώντας, ουσιαστικά, σε μία δεύτερη ψηφιακή επανάσταση σε πάρα πολλούς τομείς. Εν μία νυκτί πραγματοποιήθηκαν βήματα που δεν είχαν γίνει εδώ και χρόνια, θετική σίγουρα εξέλιξη για τις επιχειρήσεις και το οικονομικό σύστημα. Ακόμη, για πρώτη φορά, φάνηκε πόσο αλληλένδετοι τελικά είναι οι τομείς: υγεία, οικονομία, αγορά εργασίας, κοινωνία.

Η επείγουσα συγκυρία ανάγκασε τους ιθύνοντες να προβούν σε βήματα ενίσχυσης του ΕΣΥ, αφού κάτι τέτοιο ήταν μονόδρομος για να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες για νοσηλεία και για να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές.

Βέβαια, σε καμία περίπτωση δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ριζικός επανασχεδιασμός του συστήματος, με νέα λογική και νέα εργαλεία με βάση, σε μεγάλο βαθμό, τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες και τις ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά και την αναγέννηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας.

Ο Γιάννης Καντώρος, Διευθύνων Σύμβουλος Interamerican.

Χρειάζονται σωστή χρηματοδότηση και εργαλεία που θα “περιορίζουν τη σπατάλη των πόρων”, όπως επεσήμανε ο Σίμος Αναστασόπουλος, Πρόεδρος του Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιρειών και ΕΠΕ κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου με τίτλο “Υγεία: Βιώσιμο Σύστημα & Ψηφιακός Μετασχηματισμός – Με οδηγό την εξέλιξη της πανδημίας” που πραγματοποιήθηκε online την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020, μία πρωτοβουλία του Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιριών και ΕΠΕ με την υποστήριξη της INTERAMERICAN, της Philips και της Deloitte Ελλάδος.

Ο κ. Αναστασόπουλος τόνισε τη σημασία του ψηφιακού ανασχηματισμού στην υγεία. Υπενθύμισε ακόμη πως ένας ιδιαίτερα δυναμικός κλάδος της οικονομίας, η παραγωγή φαρμάκων, υποφέρει σήμερα στην Ελλάδα, φτάνει στα όρια της επιβίωσής του επειδή το κράτος δεν μπορεί να περιορίσει το ίδιο τους όγκους των απαιτούμενων φαρμάκων και καταφεύγει ξανά στη διατήρηση ενός άδικου θεσμού όπως το Clawback. “Θέλουμε να πιστεύουμε ότι είτε με το επενδυτικό Clawback που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση, είτε με άλλες παρεμβάσεις θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να πάρουμε μία ανάσα πριν από το 2024”, σημείωσε ο Σίμος Αναστασόπουλος.

“Τα επόμενα χρόνια είναι πάρα πολύ κρίσιμα σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας. Εάν θέλουμε να μιλήσουμε για βιώσιμα συστήματα υγείας θα πρέπει να αναφερθούμε μόνο σε value based λύσεις (value based healthcare), δηλαδή οι αποφάσεις μας και το τι πληρώνουμε πραγματικά να βασίζονται στην αξία που προσδίδει μία νέα τεχνολογία, μία ιατρική πράξη ή μία φαρμακευτική θεραπεία, ένα καινούργιο μηχάνημα”, είπε με τη σειρά του ο Υφυπουργός Υγείας, Βασίλης Κοντοζαμάνης.

Χαρακτηριστική ήταν η δήλωσή του, πως όταν μιλάμε για ένα εθνικό σύστημα υγείας, ουσιαστικά μιλάμε για τη συνάντηση- συνέργεια και συνεργασία του κρατικού και ιδιωτικού συστήματος με κοινό στόχο τη διασφάλιση της υγείας όλων των πολιτών, διατηρώντας, την ίδια στιγμή, το δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος, προς όφελος όλων των πολιτών. Στο εξωτερικό η συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα μόνο θετικά αποτελέσματα έφερε, είπε, και δεν έχουμε παρά να διδαχθούμε από αυτό και όχι να θεωρούμε πως μιλάμε για ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας.

Όταν ξεκινήσει η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας μεγάλη έμφαση θα δοθεί στο κομμάτι του ψηφιακού μετασχηματισμού. Οι ψηφιακές υπηρεσίες θα βελτιώσουν την καθημερινή επαφή του πολίτη με το σύστημα και θα λύσουν τα χέρια στο ιατρικό προσωπικό, γλυτώνοντας πολύτιμο χρόνο και ενέργεια και στις δύο πλευρές και απλουστεύοντας διαδικασίες. Μπορεί κάποιες νέες θεραπείες να είναι για την ώρα πανάκριβες, όμως, με τη σωστή αξιοποίηση της τεχνολογίας το κόστος μπορεί μελλοντικά να πέσει και να καταστούν προσιτές.

Καθησυχαστικός ήταν ο Γκίκας Μαγιορκίνης, καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο οποίος κλήθηκε να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα του κατά πόσο είναι ασφαλές το εμβόλιο κατά του Covid-19 που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 2021. Διευκρίνισε πως το εμβόλιο έχει μελετηθεί σε επίπεδο ασφαλείας στον ίδιο βαθμό με τα υπόλοιπα γνωστά σε εμάς εμβόλια, ενώ έχει τεσταριστεί σε δεκάδες χιλιάδες εθελοντές, αριθμό τόσο τεράστιο που ούτε το γνώριμο σε όλους μας εμβόλιο της γρίπης δεν έχει ελεγχθεί.

“Ο λόγος για τον οποίο τα εμβόλια τα υπόλοιπα κάνουν μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθούν είναι ότι δεν υπάρχουν επιδημίες με την ένταση και την εξάπλωση που συμβαίνει αυτή τη στιγμή με τον κορονοϊό. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι είναι ασφαλή και ότι είναι αποτελεσματικά. Όταν έχεις λοιπόν τέσσερις ανεξάρτητες μελέτες, οι οποίες λένε το ίδιο πράγμα, πάει να πει ότι η λογική του εμβολιασμού για τον κορονοϊό και είναι αποτελεσματική και ασφαλής”.

“Το κόστος για την υγεία είναι αρκετά μεγάλο στην Ελλάδα, ένα μεγάλο κομμάτι το πληρώνει ο καταναλωτής απευθείας από τη τσέπη του. Είναι το λεγόμενο out of pocket payment. Δεν περνάει δηλαδή μέσα από κάποιο ασφαλιστικό σύστημα, είτε κρατικό, είτε ιδιωτικό. Είναι δαπάνες που εκταμιεύονται τη στιγμή της ανάγκης. Από τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας, το 50% είναι αυτής της μορφής, κάτι που προσδίδει δυσανάλογο βάρος στο νοικοκυριό”, ανέφερε ο Γιάννης Καντώρος, Διευθύνων Σύμβουλος Interamerican. Χρειάζεται αυξημένη χρηματοδότηση για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, αλλά υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί, ενώ το δημογραφικό προφίλ της χώρας όλο και χειροτερεύει, κάτι που θα βρούμε μπροστά μας τα επόμενα χρόνια όταν η ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών όλο και θα μεγαλώνει, έχοντας μεγαλύτερη ανάγκη για ιατρικές υπηρεσίες.

Στιγμιότυπο από το Συνέδριο

“Μελλοντικά θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε πιο πολύ τις χρόνιες παθήσεις. Ένας πιο γερασμένος πληθυσμός σημαίνει ότι θα έχουμε ένα μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας, ο οποίος θα πρέπει να ζει και να είναι παραγωγικός με χρόνιες παθήσεις που δεν αντιμετωπίζονται απαραίτητα καλύτερα μέσα σε νοσοκομεία. Θα πρέπει λοιπόν να ξαναδούμε το όλο σύστημα περίθαλψης, έχοντας υπόψη πως οι αλλαγές στα συστήματα θέλουν καιρό και συναίνεση. Τα πολλά μπρος-πίσω σε ένα σύστημα υγείας δεν έχουν νόημα. Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε το μίνιμουμ στο οποίο συμφωνούμε όλοι ώστε να γίνουν και οι κατάλληλες επενδύσεις. Στη διαχείριση της πανδημίας είδαμε περιπτώσεις προφανώς που έπρεπε να δουλέψουμε μαζί. Έχουν γίνει πολλά βήματα, αλλά πηγαίνοντας παράλληλα δε θα μπορούμε να δώσουμε λύσεις στα προβλήματα. Εδώ χρειάζονται συνεργασίες. Ο τομέας της πρωτοβάθμιας υγείας είναι αυτός που θέλει ίσως περισσότερη δουλειά γιατί αυτή τη στιγμή -εξαιρώντας όποιο περιστατικό σχετίζεται με την οξεία φάση της πανδημίας- βλέπουμε ότι πάρα πολλά περιστατικά καταλήγουν στα νοσοκομεία είτε δημόσια νοσοκομεία είτε ιδιωτικά νοσοκομεία, ανεβάζοντας έτσι κατά πολύ το κόστος για την κοινωνία”, ανέφερε.

“Η τεχνολογία είναι ο καταλύτης και ο επιταχυντής αφού χάρη σε αυτή πολλά πράγματα που παλιά μπορούσαν να γίνουν μόνο μέσα σε εξειδικευμένες μονάδες τώρα μπορούν να γίνουν και σε πιο απλές εγκαταστάσεις ή ακόμα και στο σπίτι κάποιου. Όσο πιο πολύ την υιοθετήσουμε και χρησιμοποιήσουμε, τόσο πιο πολύ θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε τα δύσκολα προβλήματα που βλέπουμε τώρα μπροστά μας και θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τα επόμενα χρόνια”, κατέληξε ο Γιάννης Καντώρος.

Στα δομικά προβλήματα των περισσότερων συστημάτων υγείας, τα οποία έφερε στο φως η πανδημία του Covid-19, αναφέρθηκε με τη σειρά του και ο Γιώργος Βελιώτης, Γενικός Διευθυντής Ασφαλίσεων Ζωής και Υγείας της Interamerican και Πρόεδρος EURAPCO Health Group.

“Τα περισσότερα συστήματα υγείας, όπως και στην Ελλάδα, είναι νοσοκομειοκεντρικά συστήματα, τα οποία είχαν σχεδιαστεί και χτιστεί πριν 30-40 χρόνια όταν η ασθένεια και η αντιμετώπισή της ήταν τελείως διαφορετικά απ’ ότι σήμερα. Δηλαδή μεγάλα γενικά νοσοκομεία, λιγότερη εξειδίκευση και λιγότερη πρωτοβάθμια περίθαλψη, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Εξ αιτίας του Covid-19 όλες αυτές οι σχεδιαστικές δυσλειτουργίες βγήκαν στην επιφάνεια. Απαιτείται ένα καινούργιο μοντέλο υγείας με περισσότερη πρωτοβάθμια περίθαλψη, με περισσότερη εξειδίκευση στα νοσοκομεία και την υγεία να καταστεί πιο ασθενοκεντρική, δηλαδή πιο κοντά στον ασθενή. Η ψηφιακή εποχή δίνει την κατάλληλη ευκαιρία, ώστε να γίνουν σημαντικές και γρήγορες αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση.

Στον καταλυτικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η τεχνολογία αναφέρθηκε και ο Γιώργος Γεωργαντάς, Υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, παραθέτοντας το παράδειγμα της άυλης συνταγογράφησης, η οποία μπήκε στη ζωή μας εξ αιτίας της πανδημίας, αλλά έτυχε θερμής υποδοχής παρά τις ανώριμες συνθήκες κατά την υλοποίησή της, με περισσότερους από 800.000 πολίτες να είναι εγγεγραμμένοι πλέον στην εν λόγω πλατφόρμα.

Δεσμεύτηκε πως υπάρχουν πολλά στα σκαριά για το προσεχές μέλλον αφού “το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα ταμείο που στοχεύει πάρα πολύ στον ψηφιακό μετασχηματισμό με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των χρημάτων του συνολικά που θα εισρεύσουν στη χώρα να πρέπει να κατευθυνθούν σε τέτοιες πολιτικές και σε τέτοιες εφαρμογές.”

Ο ψηφιακός “φάκελος του ασθενούς” είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, ο οποίος αναμένεται να προχωρήσει μέσα στο 2021 στοχεύοντας στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας όπου αυτό είναι εφικτό και να απαλλάξει τόσο τους ασθενείς από άσκοπες μετακινήσεις για άσκοπες εξετάσεις, όσο και το ιατρικό προσωπικό από σπατάλη χρόνου, τον οποίο θα μπορούν να διαθέσουν στην άσκηση του λειτουργήματός τους.

Ανακοίνωσε πως εντός του έτους θα γίνει η δημοσιοποίηση της “Ψηφιακής Βίβλου” στην οποία θα περιγράφεται το όραμα και ο προγραμματισμός που έχει γίνει όσον αφορά τα αναγκαία για τη χώρα έργα ανά τομέα και ανά υπουργείο – βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα -, η υλοποίηση των οποίων θα μπορέσει πραγματικά να υποστηρίξει όλη την προσπάθεια, όλο αυτό το “εθνικό στοίχημα” για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας.

“Η τηλεϊατρική, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και ο ηλεκτρονικός φάκελος του ασθενή είναι αναγκαίες λύσεις για την βελτιστοποίηση της ποιότητας ζωής του ασθενούς, αλλά και της προσβασιμότητας στο σύστημα υγείας”, ανέφερε ο Δημήτρης Κουτσόπουλος, CEO της Deloitte Ελλάδος.

Παράλληλα, εξήγησε τον καταλυτικό ρόλο που θα παίξουν και τα big data analytics χάρη στα οποία ο ασθενής θα λαμβάνει εξατομικευμένη και ακριβέστερη διάγνωση και θεραπεία, αναβάθμιση της εμπειρίας της περίθαλψης και αύξηση της ικανοποίησης, ενώ ο πάροχος υγείας, θα έχει βελτιωμένη διαγνωστική ικανότητα και παροχή αποτελεσματικής θεραπείας. Την ίδια στιγμή η Πολιτεία θα μπορεί να έχει αυξημένη πρόληψη υγείας πληθυσμών χάρη στη δυνατότητα καλύτερης κατανόησης των μοτίβων και των τάσεων των χρόνιων ασθενειών καθώς επίσης, ολιστική παρακολούθηση κρουσμάτων εν μέσω πανδημίας. “Η χρήση των big data analytics είναι ένα από τα πράγματα που βοήθησε πάρα πολύ και τη χώρα μας να κινηθεί όσο καλά έχει κινηθεί στο θέμα της πανδημίας μέχρι σήμερα”, κατέληξε ο CEO της Deloitte Ελλάδος.

“Ως ψηφιακό μετασχηματισμό θα ορίζαμε σύνολο εκείνων των τεχνολογικών λύσεων που μας επιτρέπουν να παρέχουμε βελτιώσεις στον τρόπο ζωής, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια υγεία μέσω κυρίως της ανάπτυξης της πληροφορικής της υγείας. Εδώ δηλαδή το κύριο όχημα είναι οι λύσεις που μας δίνουν η πληροφορική καθώς και η τεχνολογία. Εμείς εκπροσωπούμε αν θέλετε τους κατασκευαστές των λύσεων αυτών”, ανέφερε με τη σειρά του ο Παναγιώτης Μπαράς, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Philips Hellas SA.

“Το αισιόδοξο είναι ότι τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας της φροντίδας υγείας σταδιακά αρχίζουν και υιοθετούν τέτοιες λύσεις. Άρα, είμαστε στην αρχή του ταξιδιού της ψηφιακής μεταρρύθμισης της υγείας στην Ελλάδα. Έχουμε πολύ δρόμο να καλύψουμε, όμως, αν υπάρξει η βούληση τόσο σε επίπεδο ατόμου, αλλά και σε επίπεδο πολιτείας και σκληρή δουλειά, θα έχουμε την ευκαιρία να εκτελέσουμε ένα ποιοτικό άλμα και να βάλουμε την τεχνολογία στην καθημερινή πράξη της υγείας και του λεγόμενου well-being, δηλαδή της ποιοτικής διαβίωσης των πολιτών.”

Ωστόσο, για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να τεθούν ρεαλιστικοί και εφαρμόσιμοι στόχοι, όχι πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας, ενώ κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία ομάδων εργασίας σε κάθε φορέα που θα προωθεί και θα θέλει να επιτύχει τον ψηφιακό μετασχηματισμό.

“Απαιτείται προσπάθεια από όλους με την απαραίτητη δέσμευση και προσήλωση από την κάθε πλευρά. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η τηλεματική αλλάζουν τον τρόπο δουλειάς μας. Συνεπώς, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε και να αγκαλιάσουμε αυτή την αλλαγή και να την προχωρήσουμε μπροστά.

H εκπαίδευση αποτελεί το κλειδί για να μπορέσουμε να βάλουμε αυτές τις λύσεις σε πραγματική εφαρμογή και να μην τις αφήσουμε αν θέλετε στο ράφι της θεωρίας. Άρα, ναι, εκεί γίνονται επενδύσεις και υπάρχει και η διάθεση και ο χρόνος και το know-how για να προχωρήσουμε μπροστά. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες που απαιτούν όχι τόσο μεγάλο κόπο, όσο διάθεση για να έχουμε γρήγορα αποτελέσματα”, κατέληξε ο Παναγιώτης Μπαράς.

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *