Skip to content

Η ελληνική οικονομία πλέον ανακάμπτει

Μεγάλη πληγή τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ)

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας αποτύπωσε τις εξελίξεις και προοπτικές της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας, σε εκδήλωση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και του Ιδρύματος Konrad Adenauer (KAS) Ελλάδας και Κύπρου:

Η παγκόσμια οικονομία παρουσιάζει συγχρονισμένη επιβράδυνση. Ωστόσο, πρόσφατα εμφανίστηκαν κάποιες ενδείξεις σταθεροποίησης που βελτίωσαν κάπως το κλίμα. Oι ανησυχίες για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς συμφωνία υποχωρούν και η νομισματική πολιτική παραμένει διευκολυντική ανά την υφήλιο. Ωστόσο η προβλεπόμενη ανάκαμψη είναι αβέβαιη και οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία παραμένουν. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, καθώς και μια ενδεχόμενη κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων (ΗΠΑ-ΚΙΝΑ) θα μπορούσαν να πλήξουν την εμπιστοσύνη στις διεθνείς αγορές, να αυξήσουν την αποστροφή κινδύνου των επενδυτών και να επιδεινώσουν τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες, ιδίως για τις πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες. Οι πολύ υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων σε ορισμένες χώρες σύμφωνα με κάποιους δείκτες αναφοράς επιτείνουν τους κινδύνους πιθανής διόρθωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τέλος, η εμφάνιση του κορωνοϊού συνιστά ένα νέο κίνδυνο.

Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, η ανάπτυξη παραμένει αδύναμη, αντανακλώντας την αρνητική επίδραση που ασκεί η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου στη μεταποίηση και τις επενδύσεις. Τα αποτελέσματα του τέταρτου τριμήνου του 2019, για όσες χώρες-μέλη έχουν δημοσιοποιηθεί, δημιουργούν προβληματισμό. Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος του Δεκεμβρίου του 2019, για τη ζώνη του ευρώ προβλέπεται συγκρατημένη ανάπτυξη την περίοδο 2020-2021.

Τα εφαρμοζόμενα μέτρα νομισματικής πολιτικής υποστηρίζουν την οικονομία της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν μπορεί να επιτύχει διατηρήσιμη οικονομική ανάκαμψη. Ενισχυμένο ρόλο πρέπει να διαδραματίσει και η δημοσιονομική πολιτική, ώστε να τονωθεί η παραγωγικότητα και η δυνητική ανάπτυξη. Όσο πιο συντονισμένη είναι η δημοσιονομική επέκταση, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι ως προς την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Η δημοσιονομική επέκταση θα μπορούσε να περιλαμβάνει αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε ανθρώπινο και υλικό κεφάλαιο, σε ψηφιακές τεχνολογίες και σε καθαρές πηγές ενέργειας, επενδύσεις που θα ενισχύσουν τη ζήτηση και την παραγωγικότητα και θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Τα κράτη-μέλη που δεν διαθέτουν δημοσιονομικό χώρο πρέπει να συνεχίσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά θα μπορούσαν να υιοθετήσουν ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής φιλικότερο προς την ανάπτυξη με υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις και χαμηλότερη φορολογία.

Επιπλέον, οι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να γίνουν απλούστεροι και αποτελεσματικότεροι, αλλά και να εξασφαλιστεί η συμμετρική λειτουργία των μηχανισμών οικονομικής εξισορρόπησης, τόσο για τα κράτη-μέλη με εξωτερικά ελλείμματα όσο και για τα κράτη-μέλη με εξωτερικά πλεονάσματα.

Τέλος, είναι απολύτως απαραίτητο να ενισχυθεί η ενιαία αγορά, ιδίως στις υπηρεσίες και την ψηφιακή τεχνολογία, ούτως ώστε να τονωθούν ο ανταγωνισμός, οι επενδύσεις, η καινοτομία, η διάχυση των τεχνολογιών και η παραγωγικότητα στην ΕΕ.

Ελλάδα: πρόοδος, προκλήσεις και προοπτικές στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα

Από την έναρξη της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο.

Τα κύρια αίτια της κρίσης, δηλαδή τα πολύ μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), έχουν εξαλειφθεί, η ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει αποκατασταθεί (λιγότερο όμως σε όρους σχετικών τιμών και ακόμη λιγότερο σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας), το τραπεζικό σύστημα διαθέτει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και οι συνθήκες ρευστότητας έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά, ενώ έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, το σύστημα υγείας, οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών, το επιχειρηματικό περιβάλλον, η φορολογική διοίκηση, το δημοσιονομικό πλαίσιο και η διαφάνεια του δημόσιου τομέα. Πρόσφατα δύο οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, η S&P τον Οκτώβριο του 2019 και η Fitch τον Ιανουάριο του 2020, αναβάθμισαν το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα, ενώ η Διεθνής Διαφάνεια αναβάθμισε πρόσφατα την Ελλάδα κατά επτά βαθμίδες όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς. Τέλος, η πολύ πρόσφατη έκδοση 15ετούς ομολόγου με επιτόκιο 1,875% πιστοποιεί την πρόοδο αυτή.

Η ελληνική οικονομία πλέον ανακάμπτει, ενώ παράλληλα παρατηρείται αναδιάρθρωση υπέρ τομέων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 2,2% το 2019 και προβλέπει ότι θα ανέλθει σε 2,5% το 2020 και το 2021, καθώς η διαδικασία ανάκτησης του χαμένου εδάφους μετά τη μακρά περίοδο ύφεσης μέσω της αύξησης των επενδύσεων και του διαθέσιμου εισοδήματος, προβλέπεται να αντισταθμίσει την επίδραση της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και της οικονομίας της ζώνης του ευρώ.

Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σχέση με όλα τα άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ ως αποτέλεσμα της κρίσης χρέους που πέρασε, καθώς και μια σειρά από προκλήσεις,  όπως:

  • το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), που περιορίζει τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία,
  • το μεγάλο επενδυτικό κενό
  • η υψηλή μακροχρόνια ανεργία,
  • η προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση,
  • ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας,
  • η εκτεταμένη παραοικονομία,
  • η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.

Θα εστιάσω μόνο στο πρόβλημα των ΜΕΔ που αφορά άμεσα την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ/SSM.

Οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας είναι θετικές, με βελτιούμενες κεφαλαιακή επάρκεια, κερδοφορία πριν από τις προβλέψεις και ρευστότητα. Η συνεχής αύξηση των καταθέσεων και η βελτίωση της ρευστότητας επέτρεψε την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από 1ης Σεπτεμβρίου 2019, ενώ από τότε μέχρι σήμερα η κατάσταση συνεχίζει να βελτιώνεται.

Το σημαντικότερο πρόβλημα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ο υψηλός όγκος των ΜΕΔ.

Ο υψηλός λόγος των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών ήταν μια από τις πρώτες και πιο ορατές επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Την τελευταία τριετία και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, το απόθεμα των ΜΕΔ υποχώρησε ως απόλυτο μέγεθος σημαντικά, κατά περίπου 36 δισεκ. ευρώ, από το μέγιστο των περίπου 107 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016, ως επί το πλείστον μέσω διαγραφών και πωλήσεων δανείων. Επίσης, το θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους ενισχύθηκε μέσω σειράς μεταρρυθμίσεων, όπως:

  • η επιτάχυνση της εκποίησης εμπράγματων ασφαλειών από τις τράπεζες μέσω ηλεκτρονικών πλειστηριασμών,
  • η απλούστευση της διαδικασίας πώλησης ΜΕΔ μέσω της απελευθέρωσης του καθεστώτος διαχείρισης ΜΕΔ και της δημιουργίας δευτερογενούς αγοράς δανείων,
  • ο εξωδικαστικός μηχανισμόςρύθμισης οφειλών, ο οποίος περιλαμβάνει και τη δυνατότητα διαγραφής φορολογικών οφειλών, αν και μέχρι στιγμής λίγες περιπτώσεις έχουν επιλυθεί μέσω αυτής της διαδικασίας,
  • η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου και του πλαισίου αφερεγγυότητας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που επεξεργάζεται η κυβέρνηση και θα τεθεί σε εφαρμογή το α’ εξάμηνο φέτος.

Με προσωρινά στοιχεία εννεαμήνου 2019, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε περίπου 71 δισεκ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 42,1% του συνόλου των δανείων. Αν και η οικονομία επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, ωστόσο, για να επιτευχθούν υψηλότεροι και διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης, χρειάζεται να αναθερμανθεί η πιστωτική επέκταση. Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητη η απαλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών από τα επισφαλή δάνεια, σε συνδυασμό με αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους.

Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, ενώ οι μη συστημικές έχουν συμφωνήσει παρόμοιους στόχους με την Τράπεζα της Ελλάδος. Βάσει αυτών των στόχων, το ποσοστό των ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2021. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι, ακόμη και αν επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, το ποσοστό των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών θα είναι πενταπλάσιο του υφιστάμενου μέσου όρου της ΕΕ.

Υπό το πρίσμα αυτό είναι σημαντικό να εφαρμοστούν ριζικές και συστημικές λύσεις, που θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι τράπεζες, για την ταχεία βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους.

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, με τον δείκτη Κοινών μετοχών (CET1) να κυμαίνεται στο 16%. Επί του παρόντος, το υπόλοιπο των ΜΕΔ συνιστά το πιο σημαντικό πρόβλημα για τις τράπεζες και τον πιο περιοριστικό παράγοντα για την κερδοφορία τους και την ικανότητά τους αφενός να δημιουργήσουν εσωτερικές πηγές κεφαλαίου και αφετέρου να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Είναι επομένως αναγκαίο να αντιμετωπιστεί με όλα τα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των συστημικών λύσεων και να ιδωθεί υπό αυτό το πρίσμα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος του Δεκεμβρίου του 2019, το ετήσιο πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,2% το 2019, 1,1% το 2020 και 1,4% τόσο το 2021 όσο και το 2022, ενώ ο πληθωρισμός  προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 1,2% το 2019, 1,1% το 2020, 1,4% το 2021 και 1,6% το 2022. 

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *