Skip to content

Συνήγορος Καταναλωτή: Στις περισσότερες καταγγελίες δικαιώνονται οι ασφαλισμένοι

Χρειάζεται πιο ουσιαστική και καλόπιστη ενημέρωση του καταναλωτή κατά το προσυμβατικό στάδιο

Διαβάστε: Σταϊκούρας, Γεωργιάδης, Αχτσιόγλου στην 4η Εθνική Συνδιάσκεψη των Διαμεσολαβητών

Ελλιπή ενημέρωση, παράβαση εχεμύθειας, ασύμμετρη πληροφόρηση για τους κινδύνους, υπέρμετρες δεσμεύσεις σε συμβάσεις συνδεδεμένες με επενδύσεις (ειδικά από τις τράπεζες), είναι μερικά από τα αρκετά, παράπονα που δέχεται ο Συνήγορος του Καταναλωτή σύμφωνα με τα όσα είπε στην 4η Συνδιάσκεψη Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών, η Αναπληρώτρια Συνήγορος του Καταναλωτή Δρ. Βασιλική Μπώλου (κεντρική φωτό).

Η πλειοψηφία των περιπτώσεων (ποσοστό 64%) επιλύεται υπέρ του καταναλωτή, περίπου 18% επιλύεται υπέρ των δικτύων διανομής ενώ και ένα 18% δεν επιλύεται ποτέ είτε επειδή ο Συνήγορος είναι αναρμόδιος, είτε επειδή ήταν εκπρόθεσμες οι αναφορές, είτε επειδή αφορούσαν σε επαγγελματικές συμβάσεις.

Η διαδικασία επίλυσης είναι σε κάθε περίπτωση δύσκολη, γιατί οι ισχυρισμοί των δύο πλευρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι.

Ενδεικτικό παράδειγμα η περίπτωση γυναίκας που σύναψε ταξιδιωτική ασφάλιση για να ταξιδέψει στην Αυστραλία και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της εκεί χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Αρχικά η εταιρεία αρνήθηκε να αποζημιώσει γιατί, όπως δήλωσε, η νοσηλεία είχε να κάνει με προϋπάρχουσα νόσο, την οποία η ασφαλισμένη είχε αποκρύψει. Η εξέταση της αίτησης ωστόσο έδειξε ότι η νόσος είχε δηλωθεί. Τότε η εταιρεία επικαλέστηκε αναρμοδιότητα για την επίλυση της διαφοράς και υπέδειξε ως αποκλειστικά αρμόδια για την καταβολή αποζημίωσης την στο Λονδίνο εδρεύουσα ασφαλιστική εταιρεία που είχε εκδώσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ωστόσο μετά από την παρέμβαση της αρχής, η καταγγελλόμενη εταιρεία συμμορφώθηκε, δεν ταλαιπώρησε την ασφαλισμένη και κάλυψε το ποσό της αποζημίωσης που ήταν γύρω στα 1.500 ευρώ για την νοσηλεία της στην Αυστραλία, χωρίς να χρειαστεί η ασφαλισμένη να επικοινωνήσει με την εδρεύουσα εταιρεία στο Λονδίνο.

Η δεύτερη υπόθεση αφορά τράπεζα και τις ασφαλιστικές συμβάσεις που είχε συνάψει με διάφορους πελάτες της το 2017. Δύο χρόνια μετά οι πελάτες άρχισαν ξαφνικά να χρεώνονται προμήθεια για την εκτέλεση της πάγιας εντολής πληρωμής της ασφάλισης, χρέωση για την οποία ουδέποτε ενημερώθηκαν ή είχαν ενημερωθεί. Η τράπεζα και η συνεργαζόμενη ασφαλιστική αντέτειναν ότι από 1η Οκτωβρίου του 2019 εφαρμόζεται σε κάθε διατραπεζική συναλλαγή αυτή η χρέωση ενώ μέχρι τότε είχε αναλάβει η ασφαλιστική εταιρεία να καλύπτει αυτό το ποσό. Σύμφωνα δε με την τράπεζα, οποιαδήποτε υποχρέωση ενημέρωσης για χρεώσεις και τρόπους εξόφλησης βαραίνει την ασφαλιστική εταιρεία.

Η ασφαλιστική εταιρεία δεν έδωσε από την πλευρά της περαιτέρω εξηγήσεις. Κατόπιν αυτών ο ΣτΚ απηύθηνε σύσταση και προς τις δύο εταιρείες και πρότεινε στο πλαίσιο του διαμεσολαβητικού του ρόλου να επιστραφούν στους καταναλωτές τα ποσά των διατραπεζικών εξόδων που είχαν καταβάλει μέχρι τότε και να παύσει η καταβολή αυτών εφόσον οι ασφαλιστικές συμβάσεις εξακολουθούν να είναι σε ισχύ. Πράγματι οι υποθέσεις αυτές επιλύθηκαν υπέρ των καταναλωτών, τα ποσά τα κάλυψε η τράπεζα, αποδέχτηκε τη σύσταση και επέστρεψε τα ποσά στους καταναλωτές.

Παρά το γεγονός ότι στην ελληνική έννομη τάξη υπάρχουν οι κανόνες και οι κατευθυντήριες γραμμές για τη προστασία των ασφαλισμένων, μείζονος σημασίας παραμένει η ουσιαστική ενημέρωσή τους κατά το προσυμβατικό στάδιο, και για τους γενικούς αλλά και τους ειδικούς όρους ασφάλισης. Μόνο έτσι η προστασία είναι ουσιαστική, πλήρης και δεν έχει μόνο θεωρητικό χαρακτήρα, δήλωσε μεταξύ άλλων η Βασιλική Μπώλου.

No comment yet, add your voice below!


Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *